Όταν ήμουν μικρός μου έλεγες ότι τα παραμύθια πρέπει να έχουν δράκους για να κατανοούμε την έννοια του happy end.

 

Τα τελευταία 5 χρόνια, όμως, ένας δράκος έχει φωλιάσει μέσα σου και δεν λέει να σε αφήσει να θυμηθείς το παραμύθι. Λες και σου τραβάει με δύναμη το χέρι από τις σελίδες και σε αναγκάζει να το θυμηθείς απ’ έξω.

Το κουρασμένο σου μυαλό όμως νοσεί και τις περισσότερες φορές οι ιστορίες μπλέκονται. «Αχ ρε γιαγιά πως είναι δυνατόν η κοκκινοσκουφίτσα να φεύγει από το δάσος για να συναντήσει τα γουρουνάκια;». Γελάς. Γνωρίζεις την αδυναμία σου αλλά γελάς. Με εκείνο το χαμόγελο που θέλει να κρύψει την αδυναμία.

Είναι ο ίδιος δράκος που σε αναγκάζει να με φωνάζεις με τ’ όνομά μου, ενώ πριν χρόνια με νανούριζες διαφορετικά. Κι ας μου φαίνεται αστείο. Κι ας σε προειδοποιώ χαμογελαστά ότι αν συνεχίσεις έτσι στο τέλος θα ντυθώ γουρουνάκι να με ξεχωρίζεις από τους υπόλοιπους μέσα στο σπίτι.

Είναι ο ίδιος δράκος που σε πήγαινε βόλτα στη γειτονιά στα κρυφά χωρίς κανέναν λόγο και τρέχαμε να σε βρούμε χαμογελαστή να αναρωτιέσαι πως βρέθηκες στην πλατεία μέσα στη νύχτα, ενώ έβλεπες τηλεόραση. Τέτοια ώρα, έλεγες, εγώ πρέπει να ετοιμάζω το αυριανό γεύμα.

Όπως τότε τις Κυριακές που μαζευόμασταν γύρω από το οικογενειακό τραπέζι. Κότα. Κότα με πιλάφι, κότα με πατάτες, κότα με χυλοπίτες. Το μενού είχε πάντα τόση κότα που αν ήσουν αλεπού θα κατέληγες χορτοφάγος από τον γευστικό κορεσμό. Μαγείρευες υπέροχα για να μας ευχαριστήσεις όλους. Όλους όσους χαιρετάς πλέον καθημερινά σαν να βλέπεις για πρώτη φορά.

«Κι ο κύριος στη γειτονιά μας μένει;» αναφωνείς και κοιτάς καχύποπτα τον γιατρό που έρχεται να σε επισκεφτεί. «Και τι είναι Μάκη το Αλτσχάιμερ»; «μπαχαρικό γιαγιά για να βάζεις στις συνταγές σου» σου λέω ψιθυριστά και μου απλώνεις το χέρι. Δεν έχεις όρεξη πλέον να φας, απεχθάνεσαι την κότα και είσαι θυμωμένη. Μονίμως θυμωμένη. «Πως είναι δυνατόν να ξεχάσω που έχω βάλει την τσάντα μου, τα κοσμήματά μου, τις εικόνες σας», μου λες και ξεσπάς σε κλάματα. Πολλά κλάματα. Τέτοια κλάματα θα είχαν λυγίσει ολόκληρο λύκο, που θα παρατούσε το κυνήγι της κοκκινοσκουφίτσας και θα άναβε το τσιγάρο της συγχώρεσης.

«Σαν ηρωίδα του παραμυθιού με ακράτεια έχω καταντήσει» μου λες και με ρωτάς τι θέλω να σπουδάσω όταν μεγαλώσω. Αχ ρε γιαγιά! Εσύ ήσουν η πρώτη που πήρα τηλέφωνο όταν είχαν βγει τα αποτελέσματα. Την μπλούζα που μου έκανες δώρο στην ορκωμοσία φοράω στο κάδρο του κομοδίνου σου.

«Εσύ αγόρι μου θα διαλύσεις όλους τους δράκους», μου έλεγες τότε και φούσκωνες από περηφάνια. Αχ ρε γιαγιά, η ζωή δεν είναι πάντα παραμύθι. Έχει end, απλά μερικές φορές ξεχνάει να το βαφτίσει happy.

http://sxeseis-kai-sunaisthimata.com

πηγή: Γράφει ο Ευθύμιος Σαββάκης