Ήταν η γυναίκα, που ορκιζόταν και απειλούσε, εκείνη που τελικά έφυγε. Δεν ξαναγύρισε στον σταθμό των τρένων. Δεν τον ξαναφίλησε έτσι βαθιά όπως τον φιλούσε.

Χάθηκαν, αλλά η ιστορία τους ζει. Και ο άντρας αυτός ζει, προκειμένου να ζει η ιστορία τους. Λες και σκοπός του να έγινε αυτό ακριβώς.

Και οι δυο τους ζούνε…

Μπόρεσαν λοιπόν και έζησαν χωρισμένοι. Ούτε πέθαναν, ούτε σκότωσε ο ένας τον άλλο, ούτε έγινε απόπειρα αυτοκτονίας ποτέ. Κατά κάποιο τρόπο έζησαν και δεν πέθαναν δηλαδή. Συνεχίζουν μακριά ο ένας από τον άλλο. Κατά κάποιο τρόπο συνεχίζουν δηλαδή.

Τους παρηγορεί, έστω, ότι δε χώρισαν από δειλία, δεν ήταν πως λιγόστεψε ο έρωτας. Χώρισαν από θυσία. Όταν τα πράγματα έφτασαν στο ότι δε γίνεται άλλο να φεύγεις με το τρένο κάθε φορά, πρέπει να αποφασίσεις – τέτοιες ώρες έρχονται από μόνες τους και θέτουν το ζήτημα επί τάπητος -, επέλεξαν τη θυσία. Η γυναίκα την επέλεξε και εκείνος την κατάλαβε.

Εκείνος ήταν προκλητικός, εκείνη ήταν απόλυτη, μια πυρκαγιά. Τελικά την έστρεφε καταπάνω της την πυρκαγιά της. Η τελευταία της κίνηση ήταν σαν αυτοπυρπόληση. Ήταν μια γυναίκα καλή, δεν ήθελε ποτέ να βλάψει άλλους, της ήταν αφόρητο να προκαλεί ζημιές. Γι’ αυτό την αγαπούσε, γι’ αυτό δε έβρισκε άλλη αληθινή αγάπη. Θα ήταν το κορίτσι του ακόμη και όταν θα γινόταν ογδόντα χρόνων.

Για κείνην, ήταν από πάντα ο σύζυγός της, από την πρώτη στιγμή που κοριτσάκι τον γνώρισε… ήταν ένας σύζυγος. Το φιλί τους μπροστά στην εκκλησία ήταν χαρούμενο, καθαρό. Μπροστά στην εκκλησία, ντυμένη άσπρο ρόδο, νύφη, ήταν μια κοπελίτσα τρισχαριτωμένη και καταχαρούμενη. Από όσα μέχρι τότε ήξερε για τη ζωή, έκανε το πιο ωραίο, αλλά δεν ήξερε πολλά για τη ζωή…

Περιέργως, αλλά συνεχίζεις να ζεις ενώ δεν το φανταζόσουν πως θα μπορέσεις. Να είναι αυτό η κόλαση; Σχεδόν κανείς δε διαλέγει τον θάνατό του.

Http://sxeseis-kai-sunaisthimata.com

Πηγή: Απόσπασμα από κείμενο της Μάρως Βαμβουνάκη