Μια φορά έφτασε στη ζούγκλα µια κουκουβάγια που είχε ζήσει αιχμάλωτη και εξήγησε σε όλα τα ζώα τις συνήθειες των ανθρώπων.

Έλεγε, για παράδειγμα, ότι στις πόλεις οι άνθρωποι ταξινομούσαν τους καλλιτέχνες µε βάση τη δεξιοτεχνία τους, µε στόχο να ξεχωρίσουν τους καλύτερους σε κάθε τομέα – ζωγραφική, σχέδιο, γλυπτική, τραγούδι …

Η ιδέα να υιοθετήσουν τις ανθρώπινες συνήθειες κέρδισε τα ζώα και ίσως γι’ αυτό οργάνωσαν αμέσως ένα διαγωνισμό τραγουδιού. Δήλωσαν αμέσως συμμετοχή όλοι οι παρόντες, από το καναρίνι ως το ρινόκερο.

Με την καθοδήγηση της κουκουβάγιας που είχε εκπαιδευτεί στην πόλη, αποφάσισαν ότι ο διαγωνισμός θα γινόταν µε γενική μυστική ψηφοφορία όλων των διαγωνιζομένων. Δηλαδή, η κριτική επιτροπή θα ήταν οι ίδιοι οι διαγωνιζόμενοι.

Έτσι κι έγινε. Όλα τα ζώα, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, ανέβηκαν στο βάθρο και τραγούδησαν κερδίζοντας ένα μικρό ή μεγάλο χειροκρότημα του κοινού. Μετά, έγραψαν την προτίμησή τους σ’ ένα χαρτάκι και το έριξαν, διπλωμένο, σε µια μεγάλη κάλπη που τη φύλαγε η κουκουβάγια.

Όταν ήρθε η στιγμή της καταμέτρησης, η κουκουβάγια ανέβηκε στην πρόχειρη σκηνή και, µε τη βοήθεια δύο ηλικιωμένων πιθήκων, άνοιξε την κάλπη για να βγει το αποτέλεσμα εκείνης της «αδιάβλητης εκλογικής διαδικασίας», της γενικής και μυστικής ψηφοφορίας- που ήταν «υπόδειγμα δημοκρατίας», όπως είχε ακούσει να λένε οι πολιτικοί στις πόλεις.

Ένας από τους δύο γέροντες τράβηξε το πρώτο ψηφοδέλτιο και η κουκουβάγια, µπρος στη γενική συγκίνηση, φώναξε:

«Η πρώτη ψήφος, αδέρφια, είναι για τον φίλο µας το … γάιδαρο!»

Έπεσε σιωπή και ακολούθησαν μερικά διστακτικά χειροκροτήματα. «Δεύτερη ψήφος: Ο γάιδαρος!» Γενική σαστιμάρα.

«Τρίτη: Ο γάιδαρος!»

Οι παρόντες άρχισαν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον, έκπληκτοι στην αρχή, µε βλέμμα επιτιμητικό ύστερα και τέλος, όταν συνέχισαν να βγαίνουν ψήφοι υπέρ του γαϊδάρου, όλο και πιο ντροπιασμένοι. Αισθάνονταν ένοχοι για την ψήφο τους.

Όλοι ήξεραν ότι δεν υπήρχε χειρότερη φωνή από το απαίσιο γκάρισμά του κι ωστόσο, η µία μετά την άλλη, οι ψήφοι τον εξέλεγαν καλύτερο τραγουδιστή.

Κι έτσι, τελικά, μόλις τελείωσε η καταμέτρηση, βγήκε η απόφαση ύστερα από «ελεύθερη απόφαση της αδέκαστης επιτροπής κριτών» ότι ο γάιδαρος µε το παράτονο και ενοχλητικό γκάρισμα ήταν ο νικητής.

Και ανακηρύχτηκε ως «η καλύτερη φωνή της ζούγκλας και των περιχώρων».

Η κουκουβάγια εξήγησε μετά τι είχε συμβεί. Κάθε διαγωνιζόμενος, θεωρώντας τον εαυτό του αδιαμφισβήτητο νικητή, είχε δώσει την ψήφο του στον χειρότερο του διαγωνισμού, που δεν θα αποτελούσε απειλή για τη νίκη του.

Η εκλογή ήταν σχεδόν ομόφωνη. Μόνο δύο ψήφοι δεν ήταν για το γάιδαρο. Η µία ήταν η δική του. Επειδή πίστευε ότι δεν είχε τίποτα να χάσει, ψήφισε µε ειλικρίνεια τη γαλιάντρα. Η άλλη, ήταν του ανθρώπου ο οποίος, φυσικά, είχε ψηφίσει τον εαυτό του…

«Βλέπεις λοιπόν, Ντεμιάν. Αυτό σημαίνει μιζέρια στην κοινωνία µας. Όταν νιώθουμε τόσο σπουδαίοι και δεν αφήνουμε χώρο για τους άλλους, όταν πιστεύουμε ότι αξίζουμε πολλά και δεν μπορούμε να δούμε πέρα από τη μύτη µας, όταν φανταζόμαστε πως είμαστε υπέροχοι και δεν δεχόμαστε σε καμία περίπτωση να μείνει απραγματοποίητη η επιθυμία µας, τότε πολύ συχνά, η ματαιοδοξία, η μικροψυχία, η ηλιθιότητα και η ποταπότητα µας κάνουν μίζερους. Όχι εγωϊστές, Ντεμιάν, αλλά μίζερους. Μί-ζε-ρους!»

Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο «ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ» του Χόρχε Μπουκάι – εκδ. opera