Ήρωας είναι ένας από μας που αποφασίζει να υπερασπιστεί με, μέχρι τέλους, συνέπεια το πιστεύω του.

Άγιος είναι ένας από μας που αποφασίζει να υπερασπιστεί με, μέχρι τέλους, συνέπεια τον Θεό του. Τα πλάσματα της συνέπειας και του «μέχρι τέλους» είναι τα έντιμα. Αυτή είναι η αλήθεια, έτσι απλά, έτσι μονοκόμματα, γι’ αυτό αξίζει.

Ο Μωυσής δεν ήταν ο Τσάρλτον Ίστον της αμερικανικής ταινίας, ήταν άσχημος και ψευδός. Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη απ’ την Καππαδοκία με καραβάκι, τους φάνηκε τόσο φτωχοντυμένος και τόσο ασήμαντος εν σχέσει με την τεράστια φήμη του, που κάποιοι απ’ την παραλία από περιφρόνηση του πετούσαν πέτρες. Ο πιο καλός άνθρωπος που γνώρισα εγώ ήταν κοντούλης, αδύνατος στο σώμα, αγράμματος και κουφός. Κανένας όμως δε σ’ άκουγε όπως αυτός, ο Τάσος Τογκουσίδης, που ήρθε απ’ τη Μικρά Ασία, και έζησε και τάφηκε στα Περιβόλια Χανίων. Τα δυο λαμπερά γαλανά ματάκια του ρουφούσαν ότι έλεγες και ότι ένιωθες με όλες τις λεπτομέρειες, με όλες τις κρυφές σου αποχρώσεις, πιο καλά από κάθε άλλον που δήθεν ακούει. Αυτός ο μικροκαμωμένος και ταλαιπωρημένος άνθρωπος, ο τόσο γέρος και τόσο παιδί ταυτόχρονα, είχε καταφέρει το «εγώ» να το κάνει «εσύ» πιο γρήγορα απ’ τον ασκητή του Καζαντζάκη.

Με άλλα λόγια, ο άγιος δεν είναι προκατασκευασμένο άγαλμα αρετής χαρισμένης. Είναι απλός, ταπεινός, ανίδεος για την αξία του, και όσα αποκτά τα πληρώνει με αίμα. Δίνει αίμα για να λάβει πνεύμα. Για να φτάσει σιγά σιγά προς την εξαίσια απλωσιά της ταπείνωσης.

Να πω και για εκείνον τον τυφλό που αναφέρει η Γερόντισσα Γαβριηλία. Πως πουλούσε την πραμάτεια του σε μια γωνιά κοντά στην Ομόνοια και τα αλητάκια του δρόμου τον κορόιδευαν και συνεχώς του έκλεβαν τα πράγματα και τα χρήματα. Εκείνος προσευχόταν στον Θεό: «Συγχώρησέ με, Θεέ μου, που με το να είμαι τυφλός βάζω τους ανθρώπους στον πειρασμό να κλέβουν».

Η ταπείνωση είναι εξαφάνιση, εξαφάνιση του δυνάστη εγωισμού και εμφάνιση της καθαρής ανάλαφρης ψυχής, της πνοής – αύρας Θεού μέσα.

Όμως, ποιος μπορεί εύκολα να βγάλει από πάνω του το μανδύα της εγωπάθειας, να τον παραδώσει σαν παλτό στο βεστιάριο της εισόδου και να εισέλθει ανάλαφρος στην αίθουσα με τις μουσικές;

Η εποχή μας και η παιδεία μας είναι ερεθισμένες και ερεθιστικά εγωκεντρικές. Το «φαίνεσθαι» απασχολεί αγχωτικά, το «είναι» περιφρονείται. Η μανία τού «έχειν» πλουτίζει το εμπόριο. Το ορατό φροντίζεται, το αόρατο δεν υπάρχει. Μανδύας και ψυχή έχουν κολλήσει σφιχτά και έχουν γίνει ένα, τόσο ένα που να θεωρούμε πως με τη διάλυση θανάτου του ενός, διαλύεται μαζί και το άλλο, να θεωρούμε την ψυχή ως σώμα, ως σωματοειδή ψυχή, όπως την ονομάζει στον Φαίδωνα ο Πλάτων. Πλημμυρίζει έτσι η καρδιά από ένστικτα και πάθη χωρίς σύνορα, χωρίς όρια προφύλαξης, χωρίς σεβασμό, χωρίς διάκριση, χωρίς καν την ιδέα να απαλλαγούμε απ’ αυτά, μια και έχουμε καταλήξει πως μονάχα αυτά είμαστε, μονάχα γι’ αυτά αγωνιζόμαστε.

Δεν είναι καθόλου εύκολο να στερηθούμε τις αστοχίες στους κανόνες, στη Φιλοκαλία το αποδεικνύουν. Τα βάσανα της ερήμου,  των σπηλαίων, των απομονωμένων καλυβίων, οι ανατάσεις και οι πτώσεις μαρτυρούν πόσο σκληρά δύσκολη, ισόβια ζητούμενη, είναι τούτη η νίκη ελευθερίας και ελεύθερης απόλυτης αγάπης ακόμη και για τους πλέον αποφασισμένους, ιδίως γι’ αυτούς.

Γιατί η ανθρωπαρέσκεια, η αυταρέσκεια, η φιλαρέσκεια, είναι η σιδερένια μας πολύτιμη πολεμική πανοπλία που νομίζουμε πως καθιερώνει την ύπαρξή μας. Η επιβεβαίωση των άλλων, που με τόσους αγώνες, μάταιους, ζητάμε να κερδίσουμε από μικρά παιδιά, ως τέτοια πανοπλία στηρίζει το εσωτερικό κενό. Μια κενή ζωή που δε ζητά επιβεβαίωση από έναν ανώτερο που αγαπά, αλλά από όμοιους που μισεί. Αν η πανοπλία σπάσει, αν τρυπήσει, χαθήκαμε.

Όπως ο Σιντ που κάλπαζε νεκρός μέσα στην πανοπλία για να ξεγελάσει τους Άραβες εχθρούς, έτσι καλπάζουμε κι εμείς για να ξεγελάμε τον πιο μεγάλο μας εχθρό: τον εαυτό μας τον ίδιο.

Ενημέρωση: Το Sxeseis-kai-sunaisthimata περιέχει διαφημίσεις Google . Δεν κοστίζουν κάτι σε εσάς, όμως κάνοντας ένα κλικ σε αυτές, λαμβάνει μια πολύ μικρή προμήθεια που το βοηθάει να συντηρείται.

Http://sxeseis-kai-sunaisthimata.com

Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο «Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης» της Μάρως Βαμβουνάκη – εκδ. Ψυχογιός