Υπάρχουν ήρωες πια; Υπάρχουν άγιοι μάρτυρες πια; Γεννιέται κάτι τέτοιο κανείς ή γίνεται, εμπνευσμένος από καταστάσεις, που μια μέρα θα περιτυλίξουν σαν σαρκοβόρος κισσός τη ζωή του;

 

Όταν μιλάμε για αγίους, όπως και για ήρωες, έχουμε την τάση να τους φανταζόμαστε ως πρόσωπα υπερειρηνικά, γεμάτα πραότητα και εσωτερική νηνεμία, φευγάτα από τον κόσμο τούτο που μας αφορά. Άρα, πρόσωπα που, κατά βάθος, δε μας αφορούν. Τους κατατάσσουμε γρήγορα γρήγορα σε μια κατηγορία απρόσιτη, αγγελική, κάτι σαν καλά πνεύματα και νεράιδες των παιδικών μας παραμυθιών, ευχάριστα να τα σκέφτεσαι πού και πού, αλλά που καμιά σχέση δεν μπορεί να έχει η ύπαρξή τους με τη δική μας ύπαρξη.

Πριν από λίγα χρόνια, στους δρόμους των Εξαρχείων, είδα γραμμένο με σπρέι ένα γκράφιτι: Αν υπάρχει Θεός, τη βάψαμε… Δεν έλεγε ακριβώς τη βάψαμε, ήταν μια άλλη, πιο ωμή λέξη, όμως με το ίδιο νόημα. Νομίζω πως έτσι λίγο – πολύ σκεφτόμαστε οι περισσότεροι. Πιστεύουμε σε Θεό και αγίους για την περίπτωση που υπάρχουν, όχι με τη βεβαιότητα πως υπάρχουν.

Πιστεύουμε, άλλωστε, επιλεκτικά. Από τις διδασκαλίες και τις πράξεις του Χριστού, επιλέγουμε εκείνα που κρίνουμε ως πιο «λογικά», και αυτά δεχόμαστε. Αν το συλλογιστούμε έντιμα, θα διαπιστώσουμε πως ακόμη και οι πιο κοντινοί στην Εκκλησία σκαλώνουμε κάπως στην έκβαση της Αναστάσεως. Ταυτιζόμαστε και συγκινούμαστε μέχρι δακρύων με τα περισσότερα του βίου Του και κυρίως με τη Σταύρωσή Του – η Μεγάλη Πέμπτη και η Μεγάλη Παρασκευή είναι οι πιο δημοφιλείς μέρες – όμως την Ανάσταση την παρακάμπτουμε ψυχολογικά με περίεργους ελιγμούς. Έχουμε μετατρέψει την εκτυφλωτική μαρτυρία της σε εθιμοτυπικό πανηγύρι, ευκαιρία γλεντιού και ευωχίας. Λες και η προηγούμενη νηστεία σκοπό είχε να ερεθίσει κι άλλο την υλική απόλαυση. Το μεγάλο φαγοπότι του Πάσχα. Και όχι μόνο για λόγους ηδονιστικούς, σωματικούς και απερίσκεπτους, αυτό θα ήταν μια εύκολη υποψία, αλλά και από μιας άλλης κατηγορίας εκλογή.

Κάτι μέσα μας δε χωράει το μέγιστο γεγονός ότι οι νεκροί ξυπνούν, λύνουν τα λαζάρια τους και βαδίζουν έξω από τον τάφο. Ότι δεν είμαστε κτίσματα με ημερομηνία λήξεως αλλά εν δυνάμει αιώνιοι. Ότι ο θάνατος δεν είναι εκείνο που προσαρμοστήκαμε να νομίζουμε αλλά νικιέται. Ότι είναι κάτι άλλο, σαν πέρασμα, σαν αρχή, σαν άθλος, σαν ζωή. Πως ακόμη κι απ’ αυτή τη ζωή μπορεί να αρχίσει ο πραγματικός θάνατος ή η πραγματική ζωή. Πως είναι τρόπος. Τρομάζουμε να αλλάξουμε συνήθειες σκέψης και πράξεων, τρομάζουμε να μάθουμε αλλιώς την ψυχή και το σώμα μας, σαν άλλης δυνατότητας ουσίες. Κι έτσι, το ίδιο το βράδυ της Ανάστασης, αμέσως μετά το Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, απωθούμε την πιθανότητα να είναι αυτό, εκτός από παλιός μύθος, αλήθεια που μας αφορά, και καθόμαστε στο εν αφθονία τραπέζι μας, σηκώνοντας τα ποτήρια, κι ανταλλάσσοντας την πιο μίζερη αμπελοφιλοσοφία των νοικοκυραίων: Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν! Γελώντας και καμαρώνοντας για το θάρρος μας να αντιμετωπίζουμε το θάνατο έτσι άνετα, έτσι λεβέντικα και κεφάτα…

Ακούγεται τρελό, αλλά πάρα πολλοί πιστοί του χριστιανισμού διατηρούν δυσπιστία για την Ανάσταση, στο βάθος δεν την αφομοιώνουν. Το δραματικό, συγκινητικότατο έργο των Παθών τελειώνει στο νου τους με το σπαραχτικό ξεψύχισμα του Ιησού στο Σταυρό του Γολγοθά: «Τετέλεσται!» Όντως τετέλεσται. Δακρύζουν κιόλας, πραγματικά συμπάσχουν. Ως εκεί, μάλιστα, το καταλαβαίνουν… Όλα τα άλλα δε χωρούν στην αντίληψή τους και στις εμπειρίες τους. Άσε που, αν αποδεχθούμε ασυζητητί και με γνήσια πίστη πως ένας νεκρός δεν τελειώνει οριστικά με το θάνατο, θα πρέπει να αναθεωρήσουμε παντελώς στη στάση ζωή μας, τον τρόπο σκέψης μας, τις συμπεριφορές μας. Θα πρέπει να έρθει ο κόσμος τα πάνω κάτω. Δείχνει πολύ κοπιαστικό και ανατρεπτικό κάτι τέτοιο, καλύτερα να παραμείνουμε στην κλάψα μας πως «Όλα τελειώνουν εδώ», «Τι είναι ο άνθρωπος, ένα τίποτα είναι», «Τι τα θες, εκεί, στο χώμα θα καταλήξουμε όλοι», και όλα όσα κλισέ εκφράζουμε πονεμένα ο ένας στον άλλο στις κηδείες, αφού μάλιστα έχουμε ακούσει μες στο ναό την «εξήγηση» της εκπληκτικής νεκρώσιμης ακολουθίας.

Είναι αφάνταστα ισχυρό πάθος η πνευματική αδράνεια. Όσοι ασχολούνται με ψυχοθεραπείες, παρατηρούν άφωνοι, το πόσο βαριέται ή και φοβάται ένας θεραπευόμενος να αλλάξει το παραμικρό στις συμπεριφορές του, ακόμη και όταν πείθεται πως τούτη η αλλαγή θα ωφελήσει και θα εξελίξει το πρόβλημα για το οποίο ήρθε να τους βρει. Κάτι μέσα του, που η επιστήμη το αποκαλεί «αντίσταση» και η Εκκλησία «δαιμόνιο», παλεύει σθεναρά με νύχια και με δόντια εναντίον της εξέλιξης.

Είναι το πιο κουραστικό, ασφυκτικά κουραστικό εμπόδιο μιας ψυχοθεραπείας. Εκεί παίζονται οι δυσκολότερες μάχες ανάμεσα στον αναλυόμενο και τον αναλυτή, τότε είναι που αρκετοί εγκαταλείπουν από  την αρχή την ψυχοθεραπεία τους. Απογοητευμένοι και αγανακτισμένοι ίσως, διότι ήρθαν να συναντήσουν τον αναλυτή ως λυσάρι, ως μάγο, ως καφετζού, όχι ως οδηγό, ως υποστηρικτή, συχνά σιωπηλό, στις ανασκαφές του για αλήθειες και καθαρότητα. Αυτά που τους προτείνει ο ψυχολόγος αργούν, είναι κουραστικά, σχολαστικά, έχουν δουλειά, το χειρότερο: τους αναθέτουν ευθύνες. Το ακόμη χειρότερο: τους βάζουν να αμφισβητήσουν το ίδιο τους το πρόσωπο για το οποίο αυτοί είναι τόσο σίγουροι. Μα για να γλιτώσουν από τις ευθύνες ήρθαν και ξάπλωσαν στο ντιβάνι του. Του λένε κατά κάποιο τρόπο και με άλλα λόγια: «Ανάλαβέ με, σκέψου για μένα, γίνε γονιός μου γιατί θέλω να συνεχίσω να είμαι παιδί. Αν κι εσύ ζητάς να μεγαλώσω, σε αποχαιρετώ… Να μου λείπει!»

Ο κόσμος δε ζητάει, όπως ισχυρίζεται, την αλήθεια, ζητάει να πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες του.

http://sxeseis-kai-sunaisthimata.com

πηγή: από το βιβλίο «Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης» της Μάρως Βαμβουνάκη – εκδ. Ψυχογιός