Συνηθίζει δυστυχώς κανείς τα πάντα. Τόσο την κατάθλιψη όσο και την ευτυχία. Ακόμα και την ανοησία, την αναλγησία, τη φτώχεια και την πείνα, την φιλαργυρία, την υποκρισία.
Συνηθίζει τους γιατρούς που παίρνουν φουσκωμένα φακελάκια για να χειρουργήσουν τον ετοιμοθάνατο και τους πρώην υπουργούς που κυκλοφορούν με πλαστές πινακίδες. Συνηθίζει να βλέπει την καταστροφή της κοινωνίας και να μένει μουγγός και άπρακτος. Συνηθίζει να βλέπει τους νεκρούς να πολλαπλασιάζονται γύρω του. Άλλοι αυτόχειρες, άλλοι από κρύο ή από πείνα ή από …απόγνωση. Και δεν επαναστατεί. Θεέ μου…
Συνηθίζεις την αυτοκαταστροφή σου. Και γίνεσαι ένα με τον όχλο. Όταν δεν μπορείς να συνηθίσεις είσαι πιο ταραγμένος, πιο δυστυχισμένος, δε σε χωράει αυτός ο τόπος, θέλεις να φύγεις, να εξαφανιστείς. Είναι καλύτερα λοιπόν να γίνεις αναίσθητος∙ να πεις: «δε βαριέσαι, εγώ θα αλλάξω τον κόσμο;», είναι καλύτερα να αποστασιοποιηθείς ή να ψευτογκρινιάζεις ασταμάτητα παρά να ζητάς περισσότερες φασαρίες και προβλήματα. Είναι καλύτερα να θάψεις την ευαισθησία σου, να πεθαίνεις σιγά-σιγά, μέρα την μέρα, ώρα την ώρα…
Η συνήθεια, όσο βολική κι αν είναι σου καταστρέφει λίγο-λίγο κάθε ευαισθησία. Πόση ασφάλεια αλήθεια μπορείς να βρεις σ’ αυτήν την πλάση που όλα τόσο ταχύτατα αλλάζουν; Πόσο μπορεί να αναπτυχθεί η εγρήγορση και η ευαισθησία μέσα σ’ αυτή την εικονική ασφάλεια; Πόσο μέρος του Όλου μπορείς να αντιληφθείς χωρίς ευαισθησία; Ψευδαίσθηση και πλάνη η ζωή σου. Τα πάντα γρήγορα καταντούν συνήθεια, ακόμη και η υποκρισία σου που δεν τη βλέπεις πια σαν υποκρισία αλλά σαν αλήθεια.
Και ύστερα έρχεται η πλήξη και η ματαιότητα και δεν καταλαβαίνεις το γιατί. Η έλλειψη νοήματος για τη ζωή. Γιατί η συνήθεια, η συνεχής επανάληψη των ίδιων και των ίδιων πραγμάτων, περιορίζουν αυτό το ασύλληπτο φαινόμενο που ονομάζουμε ζωή και το εκφυλίζουν σε κάτι μικρό, ελάχιστο κι ανάξιο. Σε κάτι χωρίς νόημα. Στη ζωή σου έτσι όπως την κατάντησες. Στη ζωή έτσι όπως την αντιλαμβάνεσαι με την μυωπική όρασή σου.
Φόβος, θλίψη, ενοχές, προσκολλήσεις, ματαιοδοξίες… Δε μπορεί, όλο αυτό το νταβαντούρι κάποιο λόγο έχει. Κανένα όμως απαντημένο από άλλον γιατί δε θα μπορέσει ποτέ να απαλύνει την τραχύτητα της ανάμνησης του πόνου σου. Δε θα μπορέσει να εξηγήσει πως μπόρεσες και χάλασες ανούσια τόσες μέρες απ’ τη ζωή σου. Η ίδια η ζωή στις πήρε πίσω. Και τι σου άφησε αλήθεια; Πόσο αγάπησες; Πόσο πόνεσες συνειδητά; Πόσες φορές ξέχασες τις δικαιολογίες και ξεπέρασες την ανθρώπινη φύση σου; Πόσες φορές έχασες την ανάσα σου; Πόσες στιγμές θυσίασες το εγώ σου για το γενικότερο καλό;
Αν όλα αυτά σου ακούγονται παράλογα δεν πειράζει. Είναι η συνήθεια που σ’ έχει καταβάλλει. Το αύριο δυστυχώς δεν πρόκειται να σου χαριστεί. Δεν χαρίστηκε ποτέ σε κανένα. Ποτέ σε έναν αναίσθητο άνθρωπο. Το πολύ-πολύ να σου δώσει λίγες μέρες ακόμη να χαλάσεις. Και είναι η συνήθεια φίλε μου που σκοτώνει την ευαισθησία. Να την προσέχεις όσο μπορείς. Ζωή χωρίς ευαισθησία είναι νεκρή ζωή. Προσοχή σημαίνει επίγνωση. Προσοχή σημαίνει ευαισθησία. Το να είσαι ολοκληρωτικά ευαίσθητος σημαίνει να είσαι ολοκληρωτικά ζωντανός. Αυτή είναι η αληθινή αγάπη κι όχι η αγάπη που πουλιέται στα παζάρια της κοινωνίας που δημιουργήσαμε.