“Και τι κρατά τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν;” Όλοι φοβόμαστε. Τα γερατειά, τις ρυτίδες, τη μοναξιά, την αρρώστια, την απόρριψη, τη ματαίωση, την προδοσία, το σκοτάδι, τον αμείλικτο συνοδοιπόρο μας, τον θάνατο.
Όλοι φοβόμαστε. Το αβέβαιο μέλλον, το άγνωστο τοπίο, τους αυθάδεις έρωτες, τα βαθιά νερά, το κρύο σπίτι, τα “τιποτένια ομοιώματα”, τις μέρες που “δεν έχεις πια τι να λογαριάσεις”, που “δεν βρίσκεις καθρέφτες να φωνάξεις τ’ όνομά σου”.
Όλοι φοβόμαστε. Που “δεν προφταίνουμε ν’ αγαπήσουμε έναν άνθρωπο κι ύστερα τον χάνουμε”, που “πλήθος ενέδρες της ζωής παραμονεύουν την πτώση σου”.
Όλοι φοβόμαστε. Τα ανεξόφλητα χρέη, της τράπεζας και της Ιστορίας, τη βαριά σκιά της κληρονομιάς που μας έλαχε, την κοινή γνώμη των κοινών φίλων, τα μάτια των παιδιών μας, που μας κοιτάζουν με δυσπιστία για τα τόσα χρόνια και χρόνια στον τροχό χωρίς το κληροδότημα μιας ουτοπίας.
Όλοι φοβόμαστε. Τα “χαμόγελα των καθαρμάτων”, που πληθαίνουν καιροφυλακτώντας, την υποκρισία στο μάτι του αρπακτικού της διπλανής πόρτας, τη φωνασκία εκείνων που δεν αντέχουν μέσα στους πολλούς, τους σαλταδόρους του καινούργιου τρένου της εξουσίας, την τύχη μας που ίσως ενδίδει πια και τα έργα της ζωής μας, μήπως προκύψουν όλα πλάνες.
Όλοι φοβόμαστε, γιατί ξέρουμε πως οι μόνοι που δεν έχουν ούτε μια άσπρη τρίχα στην ψυχή τους είναι αυτοί που σκοτώθηκαν νωρίς.
Όλοι φοβόμαστε. Και τα μισά απ’ αυτά που φοβόμαστε ότι θα κάνουν οι άλλοι τα έχουμε κάνει κι εμείς. Ή θα τα κάναμε αν μας δινόταν η ευκαιρία.
Όλοι φοβόμαστε. Αλλά ο μοναδικός τρόπος για να διαπιστώσεις “τι κρατά τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν” είναι να το απλώσεις κι εσύ. Ο μοναδικός τρόπος για να ζήσεις, είναι να ρισκάρεις. Αν έχεις βέβαια κάτι κι εσύ να δώσεις, που σημαίνει ότι έχεις κι εσύ κάτι να χάσεις.
Όλοι φοβόμαστε… “Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους” και ο Ουρανός περιμένει.