Τον έρωτα τον αγαπούμε πολύ, επικίνδυνα πολύ. Αυτό είναι το αιώνιο μας πρόβλημα που ζημιώνει εντέλει τον έρωτά μας τον προσωπικό για συγκεκριμένο πρόσωπο.
Ο Φρόιντ δίδαξε πως δυο ένστικτα διαρρέουν τον ψυχισμό μας: το ένστικτο της ηδονής και το ένστικτο θανάτου. Όσοι έχουν ερωτευτεί βαθιά, ζοφερά, όπως αξίζει να χαρακτηρίζει κανείς τούτη την ανάβαση στον Παράδεισο και την κάθοδο στον Άδη, θα έχουν αισθανθεί στο πετσί τους πως πουθενά αλλού όσο στον έρωτα δε συναντώνται έτσι σφιχτοδεμένα και αδιαχώριστα τα δύο φροϊδικά ένστικτα: Να θες να ζήσεις σε βαθμό θανάτου με τον αγαπώμενο. Να θες να διαλυθείς μέσα στη δική του σάρκα και να αφανιστείς μέσα στο δικό τους αίμα, για να υπάρξεις περισσότερο.
Τούτη η μυστηριακή ένωση, που θυμίζει τελετουργία, δε διδάσκεται αλλά προέρχεται από μια γνώση προσωπική, φυσική, κυτταρική, εμπειρική όλων όσοι έφτασαν σε μια τέτοιου βαθμού και ποιότητας συνάντηση.
Πώς να μην είναι ο έρωτας πανίσχυρος; Θαυματουργός, καταστροφικός και αυτοκαταστροφικός. Σε μεταβάλλει σε σπόρο που από μόνος του ποθεί να ζήσει πεθαίνοντας, βυθιζόμενος στο χώμα του άλλου. Είναι τόσο επιτακτικές αυτές οι παράλογες λαχτάρες, ώστε ακυρώνονται τα όρια, τα πρέπει και καθετί μέχρι τώρα γνωστό. Το υποσυνείδητο απελευθερώνει τις καταπιέσεις του. Πού αλλού ο άνθρωπος δεν είναι ταυτόχρονα άγγελος και θηρίο πρωτόγονο; Όλα του μαζί και ταυτόχρονα;
Τον έρωτα τον αγαπούν ακόμη κι αυτοί που τον μισούν. Ιδίως οι δεύτεροι. Είναι εκείνοι που του έχουν δοθεί περισσότερο, που έχουν ζυμωθεί πιο δυνατά μαζί του, που μπόρεσαν να μαρτυρήσουν και να ματώσουν περισσότερο απ’ τους άλλους. Ο βαθμός και η οξύτητα της ερωτικής οδύνης δικαιώνει τις αλλόκοτες, τις παράνομες συμπεριφορές του. Δε γίνεται υπό το κράτος τέτοιου πόνου να απαιτείς τα λογικά, να κρίνεις και να κατακρίνεις για έλλειψη σύνεσης και ψυχραιμίας εκείνους που φρικτά πονούν.
Σήμερα η δυσπραγία των νέων να ρισκάρουν σε έναν επικίνδυνο έρωτα, η δυσκολία τους να δοθούν και να τα παίξουν όλα για όλα σε μια αγάπη… κι όπου βγει… Αυτό το «όπου βγει» το τρέμουν σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι. Προτιμούν να γνωρίζουν και να ελέγχουν καλά το πού θα βγει. Να ζουν πολλά χρόνια αντί για πολλές εμπειρίες.
Παρακολουθώ νέους όταν ερωτεύονται. Κάθονται μπροστά σου ταραγμένοι σαν να τους βρήκε σοβαρή αρρώστια. Κάνουν στο νου τους όλα τα σενάρια για… να προετοιμάζονται. Μιλούν πολύ μέσα στο κεφάλι τους και ελάχιστα μεταξύ τους. Υπολογίζουν: Αν μου πει αυτό, τι να απαντήσω; Αν κάνω τούτο μήπως γίνω ρεζίλι; Αν μπλεχθώ σ’ αυτή την αναστάτωση, πώς θα διαβάσω μετά, στις εξετάσεις; Αν με απορρίψει, πώς θα αντέξω μετά την ντροπή; Πώς θα τον/την κρίνουν οι φίλοι μου; Τέτοιες φαντασίες έχουν πολύ μόχθο και κατανάλωση ενέργειας. Βγαίνεις πτώμα προτού ακόμη ξεκινήσει η σχέση. Θα φτάσεις στο ραντεβού σου με τον άνθρωπο που σε γοητεύει, φορτισμένος μάταια, όπως το ανέκδοτο για εκείνον που ζητούσε για το αμάξι του γρύλο…
Σήμερα, που όλα ωθούν τους νέους να αγαπηθούν ελεύθερα, εκείνοι λες και αρνούνται. Οι γονείς τούς προτρέπουν να ζευγαρώσουν, τους επιτρέπουν να ζουν ένα ειδύλλιο ελεύθερα, κι όμως…
Λες και τούτη η ελευθερία, που φτάνει στην ασυδοσία, να παγώνει τη διάθεση. Λες και η ελευθερία που βαθιά αναζητούν οι έρωτες να είναι μια άλλου κόσμου κατάσταση της ύπαρξης που τούτη η γενικευμένη ελευθεριότητα όχι μόνο δε βοηθάει αλλά υποσκάπτει.
Δεν είναι κακό να ζει κανείς μόνος, αντιθέτως, όποιος ασκηθεί να αντέχει τη μοναξιά έχει τη δύναμη να αντέχει πάρα πολλά, και όχι μονάχα να αντέχει αλλά και να απολαμβάνει πάρα πολλά που αλλιώς δε θα μπορούσε να διακρίνει.
Μια μοναξιά, όμως, που δεν αποτελεί καταφύγιο δειλίας. Η επιλεγμένη μοναχικότητα, όχι η εξαναγκαστική. Ένας ελεύθερα μόνος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τον άλλο. Γιατί δεν τον φοβάται, δεν εξαρτάται απ’ αυτόν, δεν τον χρησιμοποιεί, δεν τον απομυζά για να πάρει ζωτικούς χυμούς. Θα ήταν μάλιστα ευχής έργο να περνούσε ο καθένας μας μια θητεία στη μοναξιά, εκείνη που ωριμάζει και ελευθερώνει. Οι σχέσεις θα κέρδιζαν σε αυθεντικότητα κατά πολύ.
Καλά, αναρωτιούνται πολλοί, δεν είναι σωστό να τελειώνω μια ώρα αρχύτερα με μια σχέση που αποδεικνύεται λάθος, σχέση αταίριαστη; Ήταν καλύτερα στα παλιότερα χρόνια που οι γυναίκες ήταν καταδικασμένες να παραμένουν ισόβια έγκλειστες στη δυστυχία ενός άτυχου γάμου;
Ασφαλώς δεν είναι καλύτερα να παραμένει κανείς αναγκαστικά ως σκλάβος εκεί όπου βασανίζεται, αλλά δεν είναι και τόσο ευδιάκριτα τα πράγματα και οι «αποδείξεις» των ανθρώπινων δεσμών. Τα ζευγάρια έχουν τους δικούς τους κώδικες επικοινωνίας που, όχι μόνο οι τρίτοι αδυνατούν να συλλάβουν, αλλά και οι ίδιοι δε γίνεται να περιγράψουν σε τρίτους, συχνά δεν τους είναι καν συνειδητοί.
Στην αγάπη όμως πρέπει να δίνουμε χρόνο, η σταύρωση και η ανάσταση είναι η δική της διαδρομή, όποιοι εγκαταλείπουν στα πρώτα δύσκολα τον αγώνα, είναι εκείνοι που χάνουν την κρυμμένη ουσία. Οι σημερινοί άνθρωποι δεν αντέχουν καμιά κακουχία. Με την πρώτη στενοχώρια αποφασίζουν πως η σχέση είναι αταίριαστη, πως πρέπει να γλιτώσουν και να ξαναδοκιμάσουν πάλι αλλού. Όμως τα βάσανα, τα δύσκολα, δεν είναι το σύμπτωμα πάντα του τέλους και της αποτυχίας μιας σχέσης, αλλά και της προόδου της, μιας διάβασης σαν διόδια σε παραπέρα διαδρομή.
Το συναίσθημα είναι από τη φύση του ωκεανός. Άρα διαρκώς αλλάζει χρώμα, κίνηση και μορφή, με το παραμικρό. Έχουμε την τάση, ολιγόψυχοι όντες, να πιστεύουμε πως αυτό που αισθανόμαστε τώρα είναι παντοτινό. Οι πιο συναισθηματικοί τύποι ζουν ζωή πιο πλούσια και πιο μαρτυρική μαζί.
Το βέβαιο είναι πως οι καιροί μας δεν είναι ερωτικοί. Ο έρωτας είναι συνομιλία, αλλά στα μπαράκια η ηλεκτρονική μουσική ανοίγει στη διαπασών για να δικαιολογεί την αμήχανη σιωπή των θαμώνων, να υποστηρίζει την άρνηση να ανοίξει ο ένας την καρδιά του στον άλλο. Είναι λιγότερο επικίνδυνο να ανταλλάσουν μορφές παρά ψυχές.
Http://sxeseis-kai-sunaisthimata.com
Πηγή: Αποσπάσματα από το βιβλίο «Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης» της Μάρως Βαμβουνάκη – εκδ. Ψυχογιός