Υπάρχει γενικά μια περίεργη ανησυχία, σχεδόν φοβία, γύρω από την κατάθλιψη. Και ίσως αυτή, η κατάθλιψη, να είναι από τις πιο παρεξηγημένες διαθέσεις της ψυχής. Άλλη μία απόδειξη για το πόσο ο άνθρωπος φοβάται τον πόνο και πόσο αρνείται τούτο το βαθύτατο και σημαντικότατο κανάλι της συνείδησης, της κατανόησης, της ωρίμανσης.
Όταν οι άνθρωποι κοντά μου με ρωτούν πανικόβλητοι «μήπως έχουν κατάθλιψη», όπως θα ρωτούσαν αν έχουν χολέρα, προσπαθώ να τους σπρώξω να ξανακοιτάξουν και να αναλογιστούν τις αιτίες της λύπης τους. Διότι αν υπάρχουν σοβαρές αιτίες να λυπάσαι, ακόμα και να απελπίζεσαι, δεν είναι περισσότερο υγιές να υποφέρεις παρά να είσαι μέσα στην καλή χαρά;
Ήρωας δεν είναι εκείνος που δε φοβάται, που δεν πικραίνεται. Είναι εκείνος που φοβάται και πικραίνεται το ίδιο με τον καθένα μας, ίσως και περισσότερο, αλλά ο φόβος δε μεταλλάσσει τις αποφάσεις της καθαρής του καρδιάς, δεν επηρεάζει τις επιλογές του ωριμότερου νου του. Ο Αντρέι Ταρκόφσκι γράφει πως δυνατός είναι εκείνος που λυγίζει. Πως διασώζεται όποιος μπορεί να γέρνει έτσι όπως λυγίζουν τα δέντρα στις θύελλες.
Πόνος ωφέλιμος και πόνος μάταιος
Πόσο ασθένεια και πόσο υγεία είναι τελικά αυτό που πρόχειρα και βιαστικά ονομάζουμε «κατάθλιψη»;
Νομίζω πως η ανησυχία μας πρέπει να ξεκινάει όταν αυτό το στενοχωρημένο και στενόχωρο αίσθημα τραβάει σε μάκρος και, κυρίως, όταν αρχίζει να αποκρυσταλλώνεται σε απελπισία, σε αδιαφορία και παραίτηση από τη ζωή. Η διάρκεια, το αδιέξοδο και το ανέλπιδο είναι αυτά που πρέπει να μας ανησυχούν, κι όχι αυτή καθεαυτή η λύπη.
Μελέτες έχουν εντοπίσει ότι άνθρωποι που δε βίωσαν, αφημένοι σαν το μαλακό χόρτο στη βροχή, ελεύθερα το πένθος ενός θανάτου, ενός χωρισμού, μιας απώλειας, και που για λόγους δυτικότροπου «πολιτισμού» ενσωμάτωσαν σθεναρά πάνω τους το καλούπι της ψυχραιμίας και της ευγένειας, της βουβής «αξιοπρέπειας» και του καθωσπρεπισμού, εμφανίστηκαν – και μάλιστα πολλά χρόνια μετά το συμβάν – ιδιαιτέρως ευάλωτοι σε ασθένειες σοβαρές έως θανάσιμες, κυρίως στον καρκίνο. Η φύση πάντοτε εκδικείται το αφύσικο και τίποτα φυσικότερο από το να πονάς και να θρηνείς.
Όμως υπάρχει και η κατάθλιψη. Κάθε προσέγγιση στην ανθρώπινη ψυχή πρέπει να έχει κατά νου τη μοναδικότητα του κάθε προσώπου και, άρα, να είναι προσέγγιση μοναδική. «Ο καθένας μας είναι γιατρός του εαυτού του». Γιατί κανένας τρίτος δεν μπορεί να φτάσει στα υπόγεια της βαθιάς μας ψυχής, εκεί όπου ριζώνουν τα συναισθήματα και οι σημασίες τους.
Η ανησυχία μας λοιπόν αρχίζει όταν η θλίψη ξεφεύγει πολύ μακριά απ’ την αιτία της, βαλτώνει και καταλήγει στάσιμη. Κι ό,τι αποβαίνει στάσιμο στην εσωτερική ζωή, όχι μονάχα είναι στάσιμο αλλά και βουλιάζει. Ο καταθλιπτικός όμως αδρανεί διότι δε βρίσκει κίνητρο ώστε να δράσει. Και δε βρίσκει κίνητρο διότι δεν έχει ελπίδα. Και όποιος δεν έχει ελπίδα χάνει την ευχαρίστηση. Η ανηδονία είναι από τα κύρια συμπτώματα του καταθλιπτικού. Γι’ αυτό μισεί τα πρωινά που πρέπει πάλι να ξυπνήσει και να ξεκινήσει τη μέρα του.
Και μόνο απ’ αυτά τα ελάχιστα μπορούμε να καταλάβουμε πόσο μάταιη σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι η μακροχρόνια χρήση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων πέρα από το να λειτουργούν ως πρώτες βοήθειες και ως παυσίπονα. Η θεραπεία είναι αλλού…
Είναι αναγκαία η εσωτερική ανακαίνιση που θα τον ωθήσει να χρησιμοποιήσει το νου, την καρδιά, την όλη προσωπικότητά του. Η κατάθλιψη έχει να κάνει με τη στάση ζωής, με τις ερμηνείες, με την προσωπική φιλοσοφία γύρω από το «υπάρχω».
Θα έλεγα πως κατά τη γνώμη μου δύο είναι εντέλει οι αιτίες μιας κατάθλιψης, δύο οι ελλείψεις που τη φυτεύουν, την καλλιεργούν και ποτίζουν σταγόνα σταγόνα το μαύρο της άνθος: Η έλλειψη Αγάπης και η έλλειψη Νοήματος…
Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο παλιάτσος και η Άνιμα» της Μάρως Βαμβουνάκη – εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ