Το guilt tripping είναι έμμεσο και χειριστικό και κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται άσχημα για τον εαυτό τους.
Αν κάποιος έχει προσπαθήσει ποτέ να σας κάνει να νιώσετε άσχημα για κάτι χωρίς να το πει άμεσα, μπορεί να έχετε πέσει θύμα του guilt tripping. Αυτή η συμπεριφορά δεν είναι ασυνήθιστη, αλλά αν δεν ξέρετε τι να προσέξετε, μπορεί να μην καταλάβετε ότι συμβαίνει.
Το «guilt tripping», ή αλλιώς παγίδα ενοχών, είναι ένα είδος συμπεριφοράς που περιλαμβάνει το να κάνουμε κάποιον να αισθάνεται ένοχος για κάτι αντί να εκφράσουμε άμεσα τη δυσαρέσκειά μας. Πρόκειται ουσιαστικά για μια μορφή χειραγώγησης που αποσκοπεί είτε στο να κάνει το άτομο να νιώσει άσχημα είτε στο να το κάνει να κάνει κάτι που θέλουμε εμείς προκαλώντας ενοχές.
Το guilt tripping είναι κλασική παθητική-επιθετική συμπεριφορά, επειδή υποδηλώνει ανικανότητα – ή έστω απροθυμία – να επικοινωνήσουμε με υγιή και εποικοδομητικό τρόπο. Αυτού του είδους η συμπεριφορά μπορεί να παρατηρηθεί σε όλα τα είδη σχέσεων, από ερωτικές μέχρι σχέσεις γονέων-παιδιών και φιλίες, ακόμα και στον εργασιακό χώρο μεταξύ εργοδοτών ή συναδέλφων.
Γιατί δεν είναι σωστό να προκαλούμε ενοχές στους άλλους
Δεν είναι κακό πράγμα να εκφραζόμαστε όταν αισθανόμαστε πληγωμένοι ή αναστατωμένοι από τη συμπεριφορά κάποιου άλλου. Όμως, όταν αρχίζουμε να γινόμαστε παθητικο-επιθετικοί και χειριστικοί γι’ αυτό, τότε είναι που γίνεται πρόβλημα. Το guilt tripping είναι έμμεσο και χειριστικό και κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται άσχημα για τον εαυτό τους.
Η ανοιχτή και ειλικρινής επικοινωνία, όπως για παράδειγμα το να πείτε: «Καταλαβαίνω ότι όλοι αργούμε μερικές φορές, αλλά με κάνει να αισθάνομαι ότι δεν δίνεις προτεραιότητα στον χρόνο που περνάμε μαζί όταν εμφανίζεσαι αργά», δεν προκαλεί ενοχοποίηση του άλλου και παράλληλα επικοινωνεί το πρόβλημα.
Κοινά σημάδια χρειάζεται να προσέχουμε:
– Συμπεριφορά και σχόλια που έχουν σκοπό να μας κάνουν να νιώσουμε ένοχοι ή κακοί.
– Μας κάνουν να αισθανόμαστε σα να τους χρωστάμε κάτι.
– Άρνηση να πουν τι συμβαίνει, αλλά να φαίνονται και να φέρονται αναστατωμένα.
– Έκφραση αρνητικών συναισθημάτων για εμάς με έμμεσους τρόπους.
– Σχόλια όπως: «Μάλλον δεν σημαίνω τόσα πολλά για σένα», «Χαίρομαι που επιτέλους μπόρεσες να με στριμώξεις στο φορτωμένο σου πρόγραμμα» ή, «Κάνω τόσα πολλά για σένα» κ.λπ.
– Μας μιλούν σα να είμαστε ένα κακό άτομο, σύντροφος, φίλος κ.λπ.
– Παρακράτηση στοργής ή/και προσοχής ως τιμωρία
– Παθητική-επιθετική συμπεριφορά.
Τα κυριότερα πράγματα που χρειάζεται να αναζητήσετε όταν πρόκειται για κάποιον που σας βάζει στην παγίδα των ενοχών είναι η αδυναμία να εκφράσετε άμεσα αρνητικά συναισθήματα και η συμπεριφορά που σας κάνει να αισθάνεστε ένοχοι. Όταν νιώθετε αυτό το έντονο αίσθημα ενοχής, ρωτήστε τον εαυτό σας, τι συμβαίνει; Σας κάνουν να αισθάνεστε ότι είστε λιγότερο καλός άνθρωπος ή στην πραγματικότητα ενοχλήθηκαν από κάτι που κάνατε και θέλουν να το διορθώσετε;».
Όταν αποκτήσετε επίγνωση του πώς αισθάνεστε την ενοχή στο σώμα σας και των σκέψεων που σας προκαλούν, έχετε κάνει το πρώτο σημαντικότερο βήμα. Και αν παρατηρήσετε μια τάση αυτό το άτομο δυσκολεύεται να εκφράσει όταν έχετε κάνει κάτι που το ενοχλεί, αυτό είναι επίσης ένα αποκαλυπτικό σημάδι.
Πώς να αντιδράσουμε στις παγίδες ενοχής
Το πώς θα επιλέξουμε να αντιδράσουμε όταν κάποιος μας προκαλεί ενοχές εξαρτάται από πολλά, από το στυλ επικοινωνίας μέχρι το πόση υπομονή έχουμε εκείνη τη στιγμή και πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση. Σε ακραίες περιπτώσεις, ειδικά σε καταστάσεις κατά τις οποίες μας κατηγορούν άδικα για κάτι, έχουμε πάντα τη δυνατότητα να θέσουμε ένα όριο και να αποχωρήσουμε από τη συζήτηση.
Εντούτοις, οι ψυχολόγοι συνιστούν να χρησιμοποιούμε και τη συμπόνια όπου και όταν μπορούμε. Κάτω από την ενοχοποίηση κρύβεται ένα αίτημα, κρυμμένο σε μια κατηγορηματική, παθητικο-επιθετική συμπεριφορά. Αυτό το κρυφό αίτημα είναι συχνά η ανάγκη για συμπόνια και η κατανόηση. Για αρχή, μπορείτε να ζητήσετε μια συγγνώμη, αν όντως πληγώσατε αυτό το άτομο (σκόπιμα ή όχι). Μπορείτε να ξεκινήσετε από εκεί και να τονίσετε ότι καταλαβαίνετε γιατί αισθάνεται έτσι. Αυτό μπορεί να ειπωθεί ως εξής: «Καταλαβαίνω γιατί είσαι αναστατωμένος και ζητώ συγγνώμη για το Χ».
Στη συνέχεια, μόλις η συγγνώμη γίνει αποδεκτή, ίσως μερικές ώρες αργότερα, μπορείτε να αναφέρετε ότι δεν εκτιμήσατε τον τρόπο με τον οποίο προσέγγισαν τη συζήτηση, λέγοντας κάτι σαν: «Και πάλι, καταλαβαίνω γιατί ήσουν αναστατωμένος, αλλά ένιωσα ότι προσπαθούσες να με κάνεις να νιώσω ένοχος, οπότε ελπίζω ότι θα μπορούσες να επικοινωνήσεις μαζί μου πιο άμεσα τι σου συμβαίνει στο μέλλον».
Στο τέλος, το σημαντικό είναι να έχετε και εσείς και το άλλο άτομο τη δυνατότητα να πείτε τη γνώμη σας για το πώς πραγματικά αισθάνεστε. Σε ορισμένες περιπτώσεις, για παράδειγμα, μπορεί να απογοητεύετε κάποιον, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχετε κάτι για το οποίο πρέπει να αισθάνεστε ένοχοι – απλώς μπορεί να μην είστε σε θέση να ανταποκριθείτε στις προσδοκίες.
Όλα εξαρτώνται από την ειλικρινή και ανοιχτή επικοινωνία, η οποία είναι μια δεξιότητα που μπορεί να πάρει χρόνο για να καλλιεργηθεί. Αλλά τα καλά νέα είναι ότι όσο περισσότερο εξασκείτε την υγιή επικοινωνία, τόσο πιο εύκολη γίνεται με την πάροδο του χρόνου.