Κατά τον Αριστοτέλη, στο παιχνίδι της ζωής υπάρχουν πάντα οι παίκτες, υπάρχουν και οι θεατές.

 

Όμως ανάμεσα σ’ αυτούς που, γενικά κι αόριστα, αποκαλούμε «θεατές» κυκλοφορεί και το τεράστιο ρεύμα εκείνων που, επιθυμώντας να «παίξουν», στήνουν μια μίμηση ζωής με τεχνητούς αλλά σαφείς κανόνες. Κανόνες που οι ίδιοι επινόησαν κι όχι κανόνες που η ζωντανή ζωή ξέβρασε μέσα από τις τρομερές και μεγαλειώδεις τρικυμίες της. Επειδή ντρέπονται να θεωρούνται απλοί θεατές και επειδή φοβούνται να δράσουν ως παίκτες, κατασκευάζουν ένα είδος ζωής από τις αντανακλάσεις της, στα μέτρα του και στις αντοχές τους, για να αφεθούν κατόπιν να πιστεύουν πως τούτη η σκηνοθεσία είναι ζωή αληθινή, επιβλητική και επίσημη.

Και δεν είναι δύσκολο να το πιστέψουν, ούτε να πείσουν. Γιατί τούτοι «οι δραστήριοι θεατές» είναι αμέτρητοι σε αριθμό. Είναι όπως η πλειοψηφία σε ψευδοδημοκρατίες: σίγουρη για τη θεμιτή δικαιοδοσία της. Θεμιτή βέβαια σύμφωνα με τα κριτήρια που οι ίδιοι καθιέρωσαν και κάτω από τα ιδεολογικά μέτρα που οι ίδιοι έκοψαν και έραψαν για μια πρόχειρη συνείδηση, για να συνεννοούνται με τους ομοίους τους και για τους κουτούς. Είναι δυνατοί κυρίως διότι είναι πολλοί και συνεννοούνται περίφημα όπως όλοι όσοι έχουν κοινά συμφέροντα και κοινούς φόβους.

Η κοινωνική σύμβαση είναι το θεσμικό τους αριστούργημα και τα «κατά συνθήκη ψεύδη» είναι ο ηθικός τους κώδικας. Όλη η γιγαντιαία και δύσκαμπτη μηχανή που ονομάζουμε «Κράτος», «Κοινωνία», ακόμα και «Λαός», τέτοια άτομα έχει για θεμελιωτές, θεσμοθέτες και στυλοβάτες. Και για να αναφερθεί σ’ αυτούς, ο Λέων Τολστόι περιγράφει έναν τυπικό τους εκπρόσωπο, τον υψηλόβαθμο κρατικό υπάλληλο Καρένιν, ως εξής: Όλα του τα χρόνια έζησε και δούλεψε σε υπηρεσιακούς κύκλους που έχουν να κάνουν μονάχα με τις αντανακλάσεις της ζωής…

Όμως η ζωή είναι τρομερή και επίφοβη. Είναι ωραία, αλλά πανάκριβη. Η αυθεντική αίσθηση σπαράζει. Το θεοσκότεινο ρέμα του αύριο καμιά εγγύηση δε χαρίζει. Δεν είναι παράλογο το δέος που μας γεννά η ζωή. Δεν είναι παράλογος ο φόβος του αγνώστου που υπόσχεται διάφορα, ευφροσύνη και κινδύνους, όταν αναζητούμε το πρόσωπό της. Είναι όμως παράλογη η παραποίηση που της κάνουμε, ο στρουθοκαμηλισμός που μας βάζει να περιφρονούμε την αλήθεια, υποκαθιστώντας τη με αληθοφάνειες που τη λερώνουν.

Η ανεπάρκεια και η ανημποριά είναι ανθρώπινες και σεβαστές, σαν την αναπηρία, όταν όμως δεν αγωνίζονται να επισημοποιήσουν την κατάστασή τους. Όταν δε χαλούν τον κόσμο, όταν δεν επιβάλλονται, όταν δεν ξεφωνίζουν να αναγνωριστούν ως γενναιότητα και ως υγεία. Όταν δεν εχθρεύονται και δεν πολεμούν την ακεραιότητα και το θάρρος.

Κανένας δειλός δεν έχει το κουράγιο να παραδεχθεί τη δειλία του. Από τη στιγμή που διαθέτεις ένα τέτοιο κουράγιο, παύεις αυτόματα να είσαι δειλός. Δεν υπάρχει δύναμη ανώτερη από εκείνη που παραδέχεται την αδυναμία της, και σοφία μεγαλύτερη απ’ αυτήν που παραδέχεται την αμάθειά της. Δεν υπάρχει σθένος σπουδαιότερο από το σθένος της ταπείνωσης, της τέλειας υποταγής. Υποταγή σε τι όμως; Μαθητεία σε ποιον;

Οι θεατές και οι υποτακτικοί της κοινωνίας διαθέτουν έπαρση. Οι υποτελείς των συστημάτων σκύβουν τη ράχη από εξουσιομανία, ταπεινώνονται από πονηριά. Είναι ελαστικοί σαν μαλάκια μπροστά στον ανώτερο και άκαμπτοι σαν πέτρα μπροστά στον κατώτερο. Η ζωή γι’ αυτούς έχει αντικατασταθεί από την ιεραρχία και τη σταδιοδρομία. Όσο επαχθής και αν είναι η σταδιοδρομία τους, όσο ψυχοφθόρες οι ίντριγκες και οι ασταμάτητοι υπολογισμοί, εκείνοι αποδέχονται και ενσωματώνουν τους νόμους της σύμβασης, τους κατανοούν πλήρως. Είναι σχετικά ευκολότερο να παρακολουθεί κανείς τη λογική τέτοιων νόμων. Άλλωστε, θεωρείται σωστός και σεβαστός όταν του τηρεί.

Η ζωή, όμως, δεν είναι παράλογη. Ακολουθεί μια εξαίσια σοφή λογική, που όμως δεν είναι προσυμφωνημένη. Πρέπει τίμια να την αναζητήσεις για να καταδεχτεί να σου αποκαλυφθεί. Τα κλειδιά της αλήθειας είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητα στα ζητήματα εντιμότητας. Θέλουν να ψηλαφείς με πίστη τα ιερογλυφικά του αινίγματός της.

Η αλήθεια «ούτε φανερώνεται, ούτε κρύβεται», αντίθετα στέλνει σημάδια στα μάτια της ψυχής. Η ζωή είναι παράλογη μονάχα όταν τη συγκρίνουμε με εκείνο που συμφωνήσαμε να θεωρούμε «λογικό».

Η οδύνη, η αποτυχία, η αμαρτία σε κάνουν καλό μαθητή. Όπως, για να είσαι δάσκαλος, χρειάζονται κάποιες προϋποθέσεις, προϋποθέσεις χρειάζονται και για να είσαι καλός μαθητής. Μαθητής που μαθαίνει, και επειδή μαθαίνει, μεταμορφώνεται. Για να καρπίσει τους σπόρους το μέσα χώμα σου πρέπει να σκαφτεί. Τίποτα δε σκάβει βαθύτερα, τίποτα δεν ξεριζώνει σαν ζιζάνια τις ψευδαισθήσεις, τίποτα δε σε κάνει δεκτικότερο όσο ο πόνος και η συντριβή. Πρέπει να έχεις φτάσει στην απόγνωση για να γυρέψεις τη γνώση. Κι όπως παραδέχεται μεγάλος Ρώσος, ο Ντοστογιέφσκι, παλεύοντας κι αυτός με το θηρίο του εγωισμού στο υγρό Υπόγειο: Τα βάσανα είναι η μοναδική αιτία της συνείδησης.

Http://Sxeseis-kai-sunaisthimata.com

Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο παλιάτσος και η Άνιμα» της Μάρως Βαμβουνάκη – εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ