Για την ψυχολογία, οποιοσδήποτε τύπος αντίδρασης σ’ ένα ερέθισμα είναι συμπεριφορά, κι ακόμα και η απουσία αντίδρασης θεωρείται αντίδραση.
Όμως η ψυχολογία δεν προσπαθεί μόνο να προβλέψει τις αντιδράσεις, αλλά και να τις ερμηνεύσει, να τις διαλευκάνει και να μπορέσει να τις αναπαραγάγει για να δει τι υπάρχει πίσω απ’ την καθεμιά.
Από τα πολύπλοκα συναισθήματα το πρώτο είναι ο φόβος και το δεύτερο η ενοχή. Η ενοχή είναι ένα συναίσθημα δυσάρεστο, που έρχεται να υπενθυμίσει σε κάποιον ότι δεν είναι τέλειος, κι ότι καμιά φορά την πατάει, και το καταλαβαίνει.
Σε όλα τα παραδείγματα που μπορεί κανείς να φέρει για ανθρώπους που αισθάνονται ενοχές, υπάρχει κάτι κοινό: ένας άλλος άνθρωπος απέναντι στον οποίο νιώθουν ένοχοι. Είναι αλήθεια πως υπάρχουν και κάποιες ενοχές εσωτερικές και προσωπικές, όμως, σε γενικές γραμμές, οι ενοχές εμπλέκουν κάποιον άλλον.
Για μένα είναι κάποιος ένοχος, όταν μπορεί να αποφύγει το κακό, αλλά το αφήνει να συμβεί. Σε κάθε περίπτωση είναι υπεύθυνος, αλλά όχι ένοχος.
Για εμάς τους ψυχολόγους, η έννοια της ευθύνης δεν έχει να κάνει με το κατά πόσο θα μπορούσαμε ή δεν θα μπορούσαμε να πράξουμε αλλιώς. Ένα παράδειγμα: Περνάω δίπλα από κάποιον και τον πατάω. Αν το κάνω επίτηδες, με όλη μου τη δύναμη και με πρόθεση, θα είμαι, το δίχως άλλο, ένοχος για την πράξη μου. Αν, όμως, τον πατήσω άθελά μου, σε μια στιγμή αφηρημάδας, τότε πια δεν μπορώ να θεωρηθώ ένοχος, καίτοι θα παραμένω υπεύθυνος.
Η ενοχή είναι μια έννοια βαρύτερη από την ευθύνη, γιατί ο ένοχος θα μπορούσε να έχει κάνει κι αλλιώς, εντούτοις επέλεξε να κάνει κάτι βλαπτικό για τον άλλον.
Η ενοχή είναι το δυσάρεστο συναίσθημα της αυτοκατηγορίας. Είναι το δάχτυλο με το οποίο δείχνω εμένα τον ίδιο, γιατί υπάρχει κάποιος που υποφέρει εξαιτίας αυτού που εγώ κάνω, έκανα, ή άφησα να γίνει.
…Υπάρχουν θέματα κυρίως στις σχέσεις μεταξύ γονιών και παιδιών. Στη δυτική αστική κουλτούρα είναι πολύ συχνό φαινόμενο οι ενοχές να δηλητηριάζουν τις σχέσεις μας με τους γονείς μας, ειδικά όταν αυτοί γερνάνε. Όλοι αισθανόμαστε ενοχές, για παράδειγμα που δεν επισκεπτόμαστε τους γονείς μας τόσο συχνά όσο το ζητάνε, ή βάζουμε τη μητέρα μας σε οίκο ευγηρίας, θέτοντας ενίοτε αυστηρά όρια στις απαιτήσεις της. Για ποιο λόγο, να νιώθουμε θυμό, αν παραδεχόμαστε πως τους αγαπάμε και τους είμαστε ευγνώμονες;
Πρώτο και κύριο, γιατί δεν τους το συγχωρώ που γέρασαν. Μ’ ενοχλεί αφάνταστα που δεν είναι νέοι, μου δημιουργεί προβλήματα που δεν μπορούν να μετακινηθούν χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία τους φόβους τους, με τρομάζει το ότι γέρασαν, μ’ ενοχλεί πάρα πολύ η κατάπτωσή τους, δεν το αντέχω που δεν μπορούν να τα καταφέρουν μόνοι τους, και μ’ εκνευρίζει που πρέπει να τους αναλάβω εγώ τώρα που έχουν καταπέσει. Όλα με ενοχλούν και η κατάσταση με εξοργίζει!
Τι να κάνω όμως; Να θυμώσω μαζί τους γι’ αυτό; Δεν μπορώ. Τι να κάνω με όλη αυτή την ενέργεια που είναι εγκλωβισμένη στο συναίσθημα; Υπερασπίζομαι τον θυμό μου. Τον στρέφω εναντίον μου. Τον εκτονώνω πάνω μου. Κι ανάμεσα στις συνέπειες, εμφανίζονται και οι ενοχές.
Μ’ εκνευρίζει που δεν είναι πια η μάνα που είχα. Ή που συνειδητοποιώ ότι δεν είμαι πια παιδί…
Που αποδεικνύεται ότι πέρασε ο καιρός τους. Κι εμείς θ’ απομείνουμε μόνοι, χωρίς αυτούς. Όμως τι να κάνω μ’ αυτόν τον θυμό που είναι παρών, κατανοητός, αλλά σχεδόν άδικος; Έχω ενοχές.
Υπάρχουν τρεις βασικοί τρόποι με τους οποίους μπορούμε να αντιστρέψουμε τον θυμό και να επιτεθούμε στον εαυτό μας, αντί να τον αφήσουμε να ξεσπάσει πάνω στον άλλον. Ο ένας είναι οι ενοχές, ο δεύτερος είναι η κατάθλιψη και ο τρίτος οι ψυχοσωματικές ασθένειες.
Σε πολλές ψυχοσωματικές ασθένειες, όταν ο γιατρός αρχίζει να ψάχνει, ανακαλύπτει ένα ψυχολογικό στοιχείο: ο ασθενής κρύβει μέσα του κάποια πικρία που ποτέ δεν μπόρεσε να εκφράσει, γιατί την κατατάσσει στα «αρνητικά» συναισθήματα.
Τέλος ας τολμήσουμε ν’ αποδεχθούμε οριστικά την ιδιοκτησία των συναισθημάτων μας. Κανένας δεν μπορεί να σε κάνει να νιώσεις τίποτα. Εσύ είσαι που αισθάνεσαι ή δεν αισθάνεσαι κάτι, και δεν μπορείς να κάνεις κανέναν να αισθανθεί τίποτα. Δεν έχεις τόση δύναμη..
Πηγή: αποσπάσματα από το βιβλίο «Από την αυτοεκτίμηση στον εγωϊσμό» του Χόρχε Μπουκάι – εκδ. opera