Σήμερα βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου η γνώση δίνεται απλόχερα. Στον αρχαίο κόσμο, η θεωρία με την πράξη δεν νοούνταν σαν δύο διαφορετικά πράγματα. Η γνώση, ήταν ένα μέσο, ένα βασικό εργαλείο με το οποίο ο άνθρωπος μπορούσε να αγγίξει και να ανακαλύψει τον «Γνώθι σ’ εαυτόν», την πληρότητα του Είναι του.
Λέει ο Βιβεκανάντα:
«Μπορούμε να διαβάζουμε βιβλία όλη μας τη ζωή, μπορεί να γίνουμε πολύ διανοητικοί, αλλά στο τέλος να ανακαλύψουμε ότι δεν αναπτύξαμε καθόλου την πνευματικότητα μας. Δεν είναι αλήθεια ότι ένας υψηλός βαθμός διανοητικής ανάπτυξης, πάντα διαβαίνει χέρι με χέρι με μια αναλογική ανάπτυξη της πνευματικής πλευράς του ανθρώπου.
Με το να μελετάμε βιβλία, καμιά φορά πλανιόμαστε και νομίζουμε ότι από εκεί βοηθιόμαστε πνευματικά. Αλλά αν αναλύσουμε τα αποτελέσματα της μελέτης των βιβλίων πάνω στον εαυτό μας, θα δούμε ότι στο τέλος μόνο η διανόηση μας αντλεί όφελος από τέτοιες μελέτες και όχι το εσωτερικό πνεύμα μας. Η ανεπάρκεια αυτή των βιβλίων σε ότι αφορά την επιτάχυνση της πνευματικής μας ανάπτυξης , είναι η αιτία, που αν και σχεδόν ο καθένας μας μπορεί να μιλάει περίφημα πάνω σε πνευματικά θέματα όταν έρχεται η ώρα της πράξης και του βιώματος μιας αληθινά πνευματικής ζωής, βρισκόμαστε τόσο φρικτά ανεπαρκείς»
Η γνώση είναι απαραίτητο στοιχείο στην εξέλιξη οποιουδήποτε πράγματος. Είναι απαραίτητη όπως το νερό στον ανθρώπινο οργανισμό. Όπως το νερό για να μας βοηθήσει πρέπει να μπει στον οργανισμό δηλαδή πρέπει να το πιούμε, έτσι και η γνώση για να μας βοηθήσει θα πρέπει να την εφαρμόσουμε. Όπως λέει και ο Επίκτητος (στις Διατριβές Α/59-60) «Τα ωραία λόγια άλλωστε δεν λείπουν σήμερα. Τα βιβλία των Στωικών είναι γεμάτα τέτοια. Τι λείπει λοιπόν; Αυτός που θα τα εφαρμόσει, με έμπρακτη μαρτυρία υπέρ των λόγων…»
Όταν αυτό δεν γίνεται έτσι, δεν ακολουθεί δηλαδή η εφαρμογή των γνώσεων, τότε με φυσικό τρόπο προκαλείται μια δυσαρμονία. Άλλα σκέφτεται το μυαλό μας, άλλα κάνει το σώμα μας, με αποτέλεσμα να υπάρχει σύγκρουση που μεταφράζεται σε άγχος.
Κάποτε ο Ηγεσίας ζητούσε επίμονα από το Διογένη να του δανείσει μερικά από τα συγγράμματα του, για να κατανοήσει καλύτερα ένα θέμα που τον απασχολούσε και να πλουτίσει τις γνώσεις του. Ο Διογένης γενικά αντιστεκόταν με τον Άλφα ή Βήτα τρόπο. Κάποια στιγμή ήρθε η ώρα να συζητήσουν το θέμα. Τότε ο Διογένης είπε στο Ηγεσία αυτό ακριβώς που σκεφτόταν και ποια ήταν η αιτία που δεν του έδινε τα συγγράμματα. «Ανόητος είσαι Ηγεσία. Τα ζωγραφικά σύκα δεν τα θέλεις, προτιμάς τα αληθινά, την άσκηση όμως την αληθινή (την καθημερινότητα) την παραμελείς και στρέφεσαι σε αυτήν που είναι γραμμένη».
Όλα όσα σκεφτόμαστε, κατανοούμε και αποδεχόμαστε στο διανοητικό επίπεδο χρειάζεται να τα θέσουμε αμέσως σε εφαρμογή, ακόμη κι όταν αυτό απαιτεί μεγάλη προσπάθεια. Γιατί αυτή η προσπάθεια θα μας ελευθερώσει από το «κλουβί» της διανόησης και θα μας επιτρέψει να ξεπεράσουμε τα εμπόδια που φράζουν το δρόμο μας και μας εμποδίζουν να ενεργούμε σύμφωνα με τα ιδεώδη της ζωής μας.
Υπάρχει μια παραβολή των Σούφι που αποτυπώνει πολύ καλά τα παραπάνω: Ρώτησαν τον Σιμπλί: «Ποιος σε οδήγησε στην Οδό;» Και αυτός απάντησε: «Ένας σκύλος. Μια μέρα τον είδα σχεδόν νεκρό από τη δίψα, να στέκεται δίπλα στο νερό. Κάθε φορά που κοίταγε το είδωλο του στο νερό, τρόμαζε και τραβιόταν, γιατί νόμιζε πως ήταν ένα άλλο σκυλί. Τελικά ήταν τόση η ανάγκη της δίψας του, που έδιωξε το φόβο του και πήδησε στο νερό. Τότε, ως εκ θαύματος για τα μάτια του σκύλου, το «άλλο σκυλί» χάθηκε. Ο σκύλος βρήκε ότι το εμπόδιο ήταν ο ίδιος, το χώρισμα από αυτό που αναζητούσε ξαφνικά διαλύθηκε. Ήταν τόσο απλό. Με τον ίδιο τρόπο το δικό μου εμπόδιο χάθηκε, όταν κατάλαβα πως ήταν αυτό που πίστευα, πως ήταν ο εαυτός μου. Έτσι η Οδός μου πρώτο-φανερώθηκε από το φέρσιμο του σκύλου».
Καλώς ή κακώς, υπάρχει μια ανάγκη στον άνθρωπο που τον ωθεί να ψάξει, δεν ξέρει ακριβώς τι, αλλά ξέρει με σαφήνεια ότι κάτι λείπει, κάτι χρειάζεται. Όλοι κινούμαστε κάτω από αυτό το πλαίσιο και τολμώ να πω ότι αυτό είναι και η κινητήρια δύναμη της ζωής μας. Είναι άσκοπο να είμαστε απλοί θεατές της ζωής μας, αυτό δεν μας δίνει τίποτε άλλο παρά ένα κενό. Για να καλύψουμε όμως αυτό το κενό -απ’ ό,τι μας λέει μια πολύ παλιά παραβολή- χρειάζεται να το θέλουμε πολύ, να πιστεύουμε ότι μπορούμε, και καθημερινά να εργαζόμαστε γι’ αυτόν το σκοπό. Η αλήθεια δεν μπορεί να έρθει με ημίμετρα.
Ένας νέος πήγε κάποτε σε ένα σοφό και τον ρώτησε «Κύριε, τι να κάνω για να γίνω σοφός;» Ο σοφός δεν απάντησε. Ο νέος επανέλαβε την ερώτηση και αφού μάταια περίμενε απάντηση, έφυγε τελικά για να επιστρέψει την επόμενη ημέρα. Ξανάκανε τότε την ίδια ερώτηση πολλές φορές, μα πάλι απάντηση δεν πήρε. Το έκανε αυτό για τρίτη μέρα και τότε ο σοφός τον οδήγησε σε ένα ποτάμι. Όταν έφτασαν σε κάποιο σημείο που είχε αρκετό βάθος, ο σοφός, έπιασε το νέο από τους ώμους και του βούτηξε το κεφάλι μέσα στο νερό.
Κάποια στιγμή μετά από λίγη ώρα τον ελευθέρωσε κι αφού τον άφησε να πάρει μερικές ανάσες τον ρώτησε: «Γιε μου, κάτω από το νερό τι ζητούσες περισσότερο»; Ο νέος απάντησε «αέρα, αέρα ήθελα». «Δεν θα προτιμούσες πλούτη, απολαύσεις, δύναμη ή αγάπη γιε μου;» «Όχι ήθελα αέρα, και σκεφτόμουν μόνο αυτό», απάντησε ο νέος ξανά. Τότε ο σοφός είπε: «Για να γίνεις σοφός, πρέπει να επιθυμείς τη σοφία με τόση ένταση, όση επιθυμούσες τον αέρα. Πρέπει να αγωνιστείς γι’ αυτήν, αποκλείοντας κάθε άλλο σκοπό».
Σύμφωνα με την αρχαία εσωτερική διδασκαλία, τρεις είναι οι άξονες μέσα από τους οποίους θα πρέπει να λειτουργεί ένας άνθρωπος, για να καταφέρει να λειτουργήσει σαν «μαθητής της ζωής».
Αρχικά θα πρέπει να είναι αφοσιωμένος στην πνευματική αναζήτηση, δηλαδή να ζήσει στοχεύοντας να βρει τον Εαυτό του. Αφού ορίσει το στόχο και αφοσιωθεί σε αυτόν, θα πρέπει να ερευνήσει. Να ψάξει μέσα στο παρελθόν και στο παρόν -χωρίς προκαταλήψεις- την αλήθεια για το σκοπό που έχει θέσει, με θάρρος και πολύ δουλειά. Και τέλος, όλα αυτά που έμαθε και κατανόησε θα πρέπει τώρα να τα εφαρμόσει στην πράξη, και μάλιστα όχι με σκοπό να τα απολαύσει ο ίδιος, αλλά να προσφέρει τον καρπό της γνώσης του για το καλό της ανθρωπότητας. Να δώσει, δηλαδή, σε όλη την ύπαρξη του μια διάσταση ηθικής προόδου, που συνοψίζεται στις λέξεις αλτρουισμός και υπηρεσία στην ανθρωπότητα.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Μπλαβάτσκυ στο Κλειδί της Θεοσοφίας, «κάθε άνθρωπος, οφείλει να αρχίζει την έρευνα του εαυτού του και να κάνει τον τίμιο ισολογισμό των υποκειμενικών του αποκτημάτων. Όσες κακίες κι αν βρει, όση φθορά και αν ανακαλύψει, η σωτηρία είναι πάντοτε δυνατή, φτάνει να το θέλει σοβαρά.»
Είναι σαφές λοιπόν, ότι ο στόχος μας του να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας προϋποθέτει γνώση αλλά και πράξη διοχετευμένη μέσα από μια «Ηθική ζωή».