Τη φράση «με το παιδί μου είμαστε φίλοι» την ακούμε συχνά και μάλιστα με καμάρι, εκ μέρους πολλών γονιών που πιστεύουν ότι έτσι είναι πιο κοντά στο παιδί τους και ότι αυτό αποτελεί απόδειξη της αγάπης και της στενής σχέσης μεταξύ τους.

 

Ας δούμε όμως τι κρύβεται συνήθως πίσω απ’ αυτή τη στάση και γιατί δεν είναι προς όφελος του παιδιού, ειδικά στην εφηβεία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα παιδιά σε όλες τις ηλικίες, και στην εφηβεία, χρειάζονται την αγάπη και την προσοχή των γονιών τους. Αυτό που συχνά αγνοούμε είναι ότι τα παιδιά και περισσότερο ίσως οι έφηβοι, χρειάζονται γονείς που εκτός από τρυφεροί, φιλικοί και προστατευτικοί είναι ταυτόχρονα οριοθετημένοι, ώριμοι και σίγουροι στον γονικό τους ρόλο, με μία φράση γονείς που είναι οι ίδιοι ενήλικοι.

Τι σημαίνει αυτό;  Και γιατί ένας ενήλικος γονιός δεν μπορεί να είναι «φίλος» με το παιδί του;

Ας αναλογιστούμε ορισμένες αποφάσεις που πρέπει να παρθούν στη ζωή ενός εφήβου, αποφάσεις που αφορούν τη  ζωή του ως έφηβου, την ασφάλειά του, την καλλιέργεια και τις αξίες που θέλουμε να του μεταδώσουμε αλλά και την εκπαίδευσή του, το μέλλον του. Φυσικά και είναι απαραίτητο να ακουστούν και να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι ιδέες και οι απόψεις του, οι αποφάσεις όμως δεν μπορούν παρθούν ισότιμα όπως γίνεται μεταξύ φίλων.

Ο έφηβος έχει απόλυτη ανάγκη από την εμπειρία ζωής και την ωριμότητα των γονιών για προστασία από την δική του παρορμητικότητα και έλλειψη εμπειρίας.

Στην εφηβεία, τα παιδιά αναζητούν στους φίλους τους πλήρη συναισθηματική ταύτιση, την αίσθηση ότι ο φίλος τους νιώθει ακριβώς τα ίδια συναισθήματα. Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται η αίσθηση ότι έχουν κάποιους που τους καταλαβαίνουν απόλυτα και ότι «ανήκουν» στην ομάδα των συνομηλίκων. Δεν χρειάζονται όμως το ίδιο από τους γονείς. Αντίθετα έχουν ανάγκη από γονείς που είναι σε θέση να αποστασιοποιηθούν συναισθηματικά και να μην ταυτιστούν με το παιδί τους όπως κάνουν οι φίλοι.

Όταν ένας έφηβος αισθάνεται δυστυχισμένος και ακούει ή παίρνει από τους γονείς το μήνυμα «άμα είσαι εσύ δυστυχισμένος είμαι κι εγώ» του στερείται έτσι το σταθερό σημείο από το οποίο μπορεί να κρατηθεί για να αντιμετωπίσει τα δύσκολα συναισθήματα του. Όταν το παιδί θυμώνει, λυπάται, ανησυχεί, φοβάται, απελπίζεται, χρειάζεται δίπλα του γονείς που κατανοούν, συμπάσχουν και παρηγορούν αλλά δεν συμπαρασύρονται από τα συναισθήματα αυτά. Αυτό δεν είναι πάντα εύκολο, είναι όμως μία από τις πιο σημαντικές δεξιότητες που χρειάζεται να αναπτύξουμε ως ενήλικοι γονείς.

Ένας ακόμη σημαντικός λόγος για τον οποίο δεν θα έπρεπε να είμαστε «φίλοι» με τα παιδιά μας είναι και αυτός: καθώς οι έφηβοι μεγαλώνουν και βαδίζουν προς την ενηλικίωση αποκτούν όλο και περισσότερη αυτονομία, μεταξύ άλλων και μέσα από τη σύγκρουση και το «λύσιμο» των δεσμών με τους γονείς. Αυτό δε σημαίνει καθόλου ότι η σχέση με τους γονείς και την οικογένεια χάνεται αλλά ότι αλλάζει και γίνεται πιο «ώριμη». Όταν ο γονιός είναι «φίλος» το παιδί δυσκολεύεται να συγκρουστεί γιατί αισθάνεται ότι τον προδίδει  ή τον εγκαταλείπει, κι έτσι  το λύσιμο και τελικά η ωρίμανση δυσχεραίνεται και  γίνεται πολύ πιο επώδυνα ή καθυστερημένα.

Τέλος, σαν γονείς πρέπει να αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που μας κάνει να θέλουμε να είμαστε φίλοι με τα παιδιά μας; Τι αναζητούμε εμείς από μια τέτοια σχέση μαζί τους;

Στις περισσότερες αν όχι σε όλες τις περιπτώσεις οι γονείς είναι που έχουν την ανάγκη αυτή και όχι τα ίδια τα παιδιά. Αναζητούν επιβεβαίωση και συντροφιά που μπορεί να λείπει από άλλες σχέσεις στη ζωή τους. Πολύ συχνά τα παιδιά γίνονται «φίλοι» –και «σύμμαχοι»- ενός γονιού όταν η σχέση του ζευγαριού δεν είναι καλή, με αποτέλεσμα πολλές φορές να γίνονται αυτά «γονείς των γονιών τους», να τους παρηγορούν και να τους «στηρίζουν», κάτι που αποτελεί δυσβάσταχτο και άδικο συναισθηματικό φορτίο με σημαντικές αρνητικές  επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία μελλοντικά.

http://sxeseis-kai-sunaisthimata.com

Πηγή: Ψυχολόγος – Προσωποκεντρική Ψυχοθεραπεύτρια Λουίζα Βογιατζή