Αν μπορούσα, θα πλήρωνα τους ανθρώπους με το ίδιο νόμισμα.
Δε θα έμενα μόνο σε ξεσπάσματα θυμού και σε καβγάδες, κι ύστερα, σαν να μην έγινε τίποτα, να τους χαμογελάω όπως πριν.
Θα θύμωνα για χρόνια, όχι για στιγμές.
Όποιος ξεχνάει, χάνεται και χάνεται γιατί οι άνθρωποι είμαστε εκμεταλλευτές.
Τοκογλύφοι στις ζωές των άλλων εκμεταλλευόμαστε τις αδυναμίες τους και πατάμε μέχρι να αδειάσουν οι καρδιές τους. Εκεί που δε θα έχουν άλλο να δώσουν.
Αυτοί που τσαντίζονται και μετά το ξεχνάνε είναι θύματα. Ενώ εκείνοι που θυμώνουν και το κρατάνε, είναι ωραίοι τύποι, πολύ τους γουστάρω. Χωρίς περιστροφές και γιατί. Με πείραξες; Τελείωσες. Κυνικά και χωρίς συναίσθημα.
Άσπρο, μαύρο. Μου κάνεις, δε μου κάνεις. Καθάρια πράγματα, ντόμπρα.
Έτσι κρατάνε στις ζωές τους μόνο αυτούς που πραγματικά τους κάνουν. Όλους τους άλλους τους μπλοκάρουν, τους διαγράφουν σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Για αυτό σας λέω, εάν ήταν θέμα επιλογής, θα επέλεγα να πληρώνω τους ανθρώπους με το ίδιο νόμισμα.
Αυτούς που με πλήγωσαν θα τους πλήγωνα χωρίς να σκεφτώ τα αποτελέσματα. Αυτούς που με πόνεσαν θα τους πονούσα και θα τους έσβηνα.
Ανύπαρκτοι και ξένοι θα μου ήταν πια. Φάτσες περαστικών που συναντάς μεσημέρι Δευτέρας στην Ομόνοια που δε σε ενδιαφέρει να γνωρίσεις. Ζητιάνοι που προσπερνάς χωρίς να σε απασχολεί η ιστορία τους.
Έτσι, και τις κακές στιγμές θα ξεχνούσα και θα γέμιζα με θετικά συναισθήματα.
Θα τους έβριζα με όλη μου τη δύναμη και θα έμενα για πάντα στο θυμό μου. Δε θα τον ξεχνούσα ποτέ. Θα πέρναγαν τα χρόνια, θα πέρναγαν και οι φίλοι και ίσως να κράταγα μόνο τα νεύρα μου για εκείνους. Εκείνους όμως ποτέ.
Θα μάθαινα από τα λάθη και θα κλεινόμουν στη δική μου πραγματικότητα. Θα άλλαζα τον κόσμο όπως τα χθεσινά μου ρούχα και δε θα με ένοιαζε τίποτα. Ειλικρινά σας το λέω.
Δυο χαστούκια, πέντε έξι βλαστήμιες και έξω από την πόρτα.
Εκείνοι που θυμώνουν πολύ και ύστερα το ξεχνάνε είναι υποκριτές.
Υποκριτές του εαυτού τους και των άλλων. Συμβιβασμένοι σε αστείες πραγματικότητες, αλκοολικές. Νοθευμένες φιλίες, ανακατεμένες με απωθημένα. Φωσφορικές σχέσεις, κακοί μπελάδες που τελειώνουν άδοξα με μια μικρή αφορμή και με τεράστιες αιτίες.
Για μερικές στιγμές ισοπεδώνουν τα πάντα και ύστερα τρέχουν να τα ξανακάνουν όπως πριν.
Λερώνουμε το στόμα μας και την διάθεσή μας. Ανάβουμε τσιγάρο τρέμοντας και βγάζουμε όσα κρύβαμε για καιρό μέσα μας. Βρίζουμε, βλασφημούμε, κατηγορούμε και ύστερα τα ξεχνάμε.
Συγχωρούμε τα λάθη και μετά εκείνα επαναλαμβάνονται και ξανά συγχωρούμε. Φαύλος κύκλος σε ζωή που δεν περιμένει. Μένουν οι λάθος άνθρωποι στη ζωή μας, αυτοί που μας εκνευρίζουν, που μας πληγώνουν, και στο τέλος μένουμε εμείς και η τρύπα στο νερό που έχουμε φτιάξει.
Έτσι συνεχίζει η ζωή. Με καβγάδες που έμειναν στα λόγια. Με λόγια που λέμε και ύστερα μετανιώνουμε. Με πλασματικούς θυμούς. Στιγμές πυροτεχνήματα σε ουρανό καλοκαιριού.
Με παρέες που αντάλλαξαν λόγια βαριά και ύστερα αγκαλιάζονται μελωδικά σε μια συναυλία.
Με έρωτες που έσκισαν φωτογραφίες και ύστερα τις κόλλησαν με σελοτέιπ μαζί.
Με οικογένειες που κρύβουν πληγές που προσπαθούν να επουλώσουν με γάζες.
Και περνάει ο χρόνος. Με θυμούς που χάθηκαν σε δρόμους περίπλοκους.
Ενώνονται οι άνθρωποι, ξεχνάνε και δεν πληρώνουν με νομίσματα, αλλά με συναίσθημα.
Μα αν μπορούσα να διαλέξω, θα θύμωνα, θα το κράταγα για πάντα και θα τους πλήρωνα όλους με το ίδιο νόμισμα.
Όμως δεν μπορώ να διαλέξω, γαμώτο…
Πηγή: της Πέννης Πήττα