«Είχαμε ερωτική σχέση για χρόνια. Κάθε πράγμα όμως έχει την ημερομηνία λήξης του. Κάποτε χωρίσαμε, αλλά παραμείναμε φίλοι. Μιλάμε κάθε τόσο στο τηλέφωνο, τα λέμε όλα. Πότε πότε μάλιστα βγαίνουμε με τους τωρινούς μας συντρόφους για φαγητό ή για σινεμά. Κανένα πρόβλημα!»

Όλοι μας ακούμε γύρω μας τέτοια λόγια. Και πως «κανένα πρόβλημα!» Εκείνος ή εκείνη, μάλιστα, που μας το ανακοινώνει, μας κοιτάζει συνήθως με πρόσωπο αυτάρεσκο που δείχνει να περιμένει και συγχαρητήρια. Συγχαρητήρια γιατί έχει τόση ανωτερότητα, ανεξικακία, άνεση, ψυχική υγεία. Μπορεί και ζει τόσο προχωρημένα, τόσο πολιτισμένα, όπως ακούγαμε κάποτε ότι συμπεριφέρονται οι Σκανδιναβοί.

Όταν και σ’ εμένα διηγούνται κάτι τέτοια, αισθάνομαι, θα έλεγα, αμήχανη. Για τον άλλον αμήχανη; Για τον εαυτό μου; Μπερδεύομαι. Εκείνο που θέλω και αυτό που αισθάνομαι, που μάλλον οφείλω να αισθανθώ, πολεμούν μέσα στο μυαλό χωρίς να καταλήγουν στο ποιο θα επικρατήσει. Τι να νιώσω τώρα; Θαυμασμό για τον πολιτισμένο τρόπο ζωής του άλλου ή ντροπή για τον δικό μου βάρβαρο ψυχισμό που δεν μπόρεσε ποτέ να πετύχει κάτι τέτοιο;

Η βαθιά μου γνώμη δεν μπορεί να αλλάξει. Οι έρωτες που μας σημάδεψαν δεν ήταν σχέσεις κοινωνικές, δεν ήταν συναναστροφές κοσμικές, ούτε για να «περνάμε καλά». Τι φτηνό αυτό το «περνάω»! Σαν «ξεπετάω». Οι σχέσεις που έχτισαν και καταστράφηκαν πάντα θα είναι το κτίσμα μας και η κατεδάφισή μας, και καμιά σχέση δεν έχουν με φιλία αυτά που έγιναν. Δεν μπορούν να προσποιηθούν – δεν επιτρέπεται – την αεράτη άνεση της χαρωπής φιλίας. Είναι πάντα πληγωμένες και πάντα θυμωμένες. Έτσι πρέπει. Ο έρωτας είναι απολίτιστος, όχι πολιτισμένος, δεν πίνεις μαζί του ένα καφέ για να πεις τα νέα σου, για να δώσεις μετά φιλάκι στον αέρα και να πετάξεις ένα βάναυσα ανάλαφρο: «Να μη χαθούμε…» ή «Τα λέμε…»

Μόνο που ένας έρωτας αληθινός, κι αν χώρισε, δεν αλλάζει. Μένει εκεί, μνημείο του βίου και της πολιτείας μας, ακίνητο σύμβολο μιας απόπειρας για αιωνιότητα που πληρώθηκε ακριβά. Δε γίνεται να εξελίξεις μια τέτοια ιστορία μετά το χωρισμό. Είναι πικρό, είναι ιερόσυλο. Πρέπει να εκτιμάμε όσα μας έφτασαν σε ακραία χαρά, σε ακραία ελπίδα, σε ακραίο πόνο. Δεν ξαναγγίζεται αυτό.

Οι έρωτές μας οι αληθινοί, ακόμη κι αν τέλειωσαν, όσο άγαρμπα κι αν τέλειωσαν, είναι ιεροί. Ένα δικό μας κομμάτι, αιώνια παραδομένο στον πρώην αγαπημένο. Οι γνήσιες συναντήσεις μας, ιδίως οι έρωτές μας, θα παραμένουν ισόβια συγκριτικά στοιχεία στη συναισθηματική διαδρομή μας. Αν τότε αντί για εκείνο έλεγα τούτο; Αν αυτός δεν αντιδρούσε τόσο γρήγορα; Αν έκανα υπομονή; Θα μπορούσαμε να είμαστε ευτυχισμένοι ακόμη; Εκείνο το τρομερό δέσιμο τι απέγινε; Πόσο μοιάζει αυτό που ένιωθα τότε με αυτό που τώρα νιώθω με έναν άλλο;

Μετρήσεις επιστημόνων έχουν δείξει πως ο ψυχικός πόνος του ερωτικού χωρισμού έρχεται σε οξύτητα αμέσως μετά τον ψυχικό πόνο που βιώνουμε από το θάνατο αγαπημένου προσώπου. Τι τον κάνεις, λοιπόν, τούτο τον αβάσταχτο πόνο, προκειμένου να ξεκινήσεις μια γελαστή, αθώα φιλία; Ακόμη κι όταν ο ίδιος ο πόνος υποχωρήσει, η θύμηση του πόνου παραμένει εκεί. Τι κάνεις το βάρος, το παράπονο, την οργή, τη ματαίωση, την απογοήτευση, το κενό, την τρέλα που συνοδεύουν κάθε χωρισμό; Πώς τα βγάζεις πέρα με την ανάμνησή τους, την αυτόματη αναβίωση, τους συναισθηματικούς συνειρμούς που ανασταίνονται, όταν το βλέμμα σου ξανασυναντά το βλέμμα που τα προξένησε, όταν ο ήχος της φωνής του σε ναυαγεί στις μεγάλες σας στιγμές, όταν ο μαγνητισμός ξανατυλίγει κορμιά που κάποτε αληθινά σμίξανε; Πώς ξεπερνιέται τούτο το «Τρίγωνο των Βερμούδων»;

https://sxeseis-kai-sunaisthimata.com

Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο «Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης» της Μάρως Βαμβουνάκη – εκδ. Ψυχογιός