Περίμενες απ’ την ζωή να σου επιστρέψει όσα έδωσες με τόσο πάθος. Δεν κατάλαβες πως ίσως παίζεται αλλιώς το παιχνίδι, δεν κατάλαβες άνθρωπε καλέ, πως τίποτε δεν σου χαρίζεται, ίσως τότε να μην ξόδευες την ψυχή σου σε ανεκπλήρωτες υποσχέσεις.
Τρόμαξες όταν σε προσπερνούσε η ζωή και σε άφηνε ερείπιο κάθε μέρα. Σου έτρωγε τα σωθικά σου ο πόνος, μα δεν το έλεγες, το άφηνες να θάβεται βαθιά, στα μαύρα σκοτάδια της καρδιάς και δεν άφησες τα χάδια να σε περιθάλψουν, δεν αφέθηκες στην αγάπη που κρύβουν τα μάτια των ανθρώπων γύρω σου. Φοβάσαι άνθρωπε, φοβάσαι τον ίδιο σου τον εαυτό. Σε κούρασε το φως, έκλεισες τις πόρτες και τα παράθυρα να μην βλέπεις ούτε και την σκιά σου. Θες μονάχα να σε πάρει ο αέρας, να μη θυμάσαι, να μην σκέφτεσαι, να λυτρωθείς.
Να σου πω μια ιστορία.
«Πώς μπορεί να ηρεμήσει μια ψυχή που παραμορφώθηκε από τον πόνο;» Ρώτησε.
Τα μάτια των ανθρώπων κρύβουν μέσα τους την αγάπη όλου του κόσμου. Η αγκαλιά ανακουφίζει το κουρασμένο μας σώμα και αφηνόμαστε τόσο απλά στις ανάσες που σμίγουν. Έρχομαι, σε αγγίζω στον ώμο και θέλω να πάμε να σου δείξω όλα όσα υπάρχουν εκεί έξω και αξίζει να τα δεις. Έστω κι αν νιώθεις κενός, οι αισθήσεις σου λειτουργούν. Μύρισες ποτέ το χώμα όταν το αγγίζει η βροχή; Μύρισες τα άνθη της λεμονιάς; Το γιασεμί; Ω! Πόσο όμορφα μυρίζουν. Κοίτα την θάλασσα, νιώθει κάθε παλμό σου, κοίτα τα κύματα πως συμπονούν τις σκέψεις σου. Αφέσου!
Έχουμε δρόμο ακόμα.
Πρωινό Κυριακής, στην κουζίνα σιγοψήνεται το φαγητό. Μυρωδιές, γεύσεις που δίνουν το αίσθημα της αγάπης και της φροντίδας. Μην αναρωτιέσαι, μπορείς απλά να το δοκιμάσεις. Ένα χειμωνιάτικο πρωί, μ’ ένα βιβλίο συντροφιά, έξω βρέχει πολύ, όπως βρέχει μέσα σου. Ένα καλοκαιριάτικο πρωινό, ακούγονται ομιλίες στο σαλόνι, είναι οι δικοί σου άνθρωποι που σε περιμένουν να ετοιμαστείς, θα πάτε εκδρομή στην θάλασσα με ψάθες και σνακ.
Οι άνθρωποι της καρδιάς μας, είναι εκεί, είτε είναι πρωί, είτε είναι βράδυ, μας περιμένουν και αν δεν μπορούν να νιώσουν τον καημό μας, μπορούν τουλάχιστον να μας κάνουν συντροφιά στον μεγάλο δύσβατο δρόμο που επιλέξαμε να διαβούμε και αν κάποιες μαύρες μέρες η καταιγίδα γκρεμίζει όσα χτίζουμε, είναι απλά κάποιες μέρες.
Μέσα στο σπίτι, υπάρχει ζεστός καφές, κουλούρι και άνθρωποι που μας προσφέρουν ξεκούραση. Μην απελπίζεσαι, δώσε ότι σου έχει απομείνει, χώρισε τα όλα απ’ την καρδιά σου. Όσο κι αν φοβάσαι, ο ήλιος θα είναι εκεί το επόμενο πρωινό, να σε περιμένει και αυτός.
Μην αφήσεις να σε περιμένουν, απλά πήγαινε!
Πηγή: Άρης Γεωργίου