Μια γυναίκα έψησε ψωμί για την οικογένειά της, και άφησε ένα κομμάτι στο περβάζι, για όποιον πεινασμένο περνούσε.
Κάθε μέρα το έπαιρνε ένας καμπούρης και, αντί να της εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, καθώς έφευγε, πρόφερε αυτά τα λόγια: «Το κακό που κάνεις μένει μαζί σου, το καλό που κάνεις επιστρέφει».
Αυτό συνεχίστηκε μέρα με τη μέρα. Κάποια στιγμή η γυναίκα θύμωσε και ψέλλισε: «Ούτε μια λέξη ευγνωμοσύνης, ούτε ένα ευχαριστώ». Γι’ αυτό μια μέρα αποφάσισε εξοργισμένη, να το τελειώσει μαζί του. Και τι έκανε; Πρόσθεσε δηλητήριο στο ψωμί που είχε προετοιμάσει γι’ αυτόν.
Καθώς ήταν έτοιμη να το βάλει στο περβάζι του παραθύρου, τα χέρια της έτρεμαν. «Τι κάνω;» ρώτησε τον εαυτό της. Έριξε αμέσως αυτό το ψωμί στη φωτιά και ετοίμασε ένα άλλο κι έβαλε στο περβάζι.
Όπως κάθε μέρα πέρασε ο καμπούρης, πήρε το ψωμί και είπε τα συνηθισμένα λόγια: «Το κακό που κάνεις μένει μαζί σου, το καλό που κάνεις επιστρέφει».
Κάποια μέρα, όταν η γυναίκα έβαζε το ψωμί στο περβάζι, προσευχήθηκε για τον γιο της, που είχε φύγει μακριά για να αναζητήσει την τύχη του, ώστε να επιστρέψει σώος και αβλαβής αφού δεν είχε νέα του για μήνες.
Εκείνο το βράδυ άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα. Όταν άνοιξε, με έκπληξη είδε τον γιο της μπροστά της. Είχε γίνει αδύνατος, πεινούσε. Της είπε: «Μαμά είναι θαύμα που είμαι εδώ. Θα μπορούσα να είχα πεθάνει, αλλά πέρασε ένας καμπούρης και του ζήτησα λίγο φαγητό. Είχε την καλοσύνη να μου δώσει ένα ολόκληρο καρβέλι ψωμί, λέγοντάς μου: «Αυτό τρώω κάθε μέρα. Σήμερα σου το δίνω, γιατί το χρειάζεσαι περισσότερο από εμένα».
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, η μητέρα χλόμιασε, θυμούμενη το δηλητηριασμένο ψωμί που είχε φτιάξει εκείνο το πρωί. Αν δεν το είχε ρίξει στη φωτιά, θα το έτρωγε ο γιος της και θα είχε πεθάνει. Τότε κατάλαβε τη σημασία των λέξεων: «Το κακό που κάνεις μένει μαζί σου, το καλό που κάνεις επιστρέφει».
ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ: Κάνε το καλό και μην σταματήσεις να το κάνεις, ακόμα κι αν δεν εκτιμάται εκείνη τη στιγμή.