Ζούμε στην εποχή που τα όνειρα σχεδόν απαγορεύονται. Και γυρεύουμε κυρίως την επιβίωση. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται, μα κυρίως με κοφτές αναπνοές, μισές καρδιές και σπασμένα φτερά. Φοβόμαστε. Για αυτό συμβιβαζόμαστε. Σε πληκτικές εργασίες που προσφέρουν μια κάποια εξασφάλιση, σε οικογενειακές επιχειρήσεις που καθησυχάζουν τις ανασφάλειες και σε προβλέψιμες σχέσεις που φαντάζουν περισσότερο επαγγελματικές συνεργασίες.

Και τα όνειρα μας; Είναι πράγματι άπιαστα ή εμείς δε δείχνουμε διατεθειμένοι να τρέξουμε για να τα προλάβουμε; Στοχεύσαμε στο άπειρο και βυθιζόμαστε τώρα στη ματαίωση των ναρκισσιστικών μας βλέψεων ή κάπου στην πορεία συμπεράναμε πως δεν προοριστήκαμε για τη βίωση των πιο ανομολόγητων πόθων μας;

Και τώρα επιστρέφουμε για λίγο πίσω. Τι βλέπουμε; Ένα παιδί με μάτια που λαμπυρίζουν σαν τα πιο φωτεινά αστέρια του ουρανού δηλώνει εκστασιασμένο:

«Θα φτάσω το φεγγάρι».

«Πιάσε μια σκάλα καλύτερα, μπας και καταφέρεις να φτάσεις πρώτα εκείνα τα σοκολατάκια που έκρυψα στο πιο ψηλό ράφι» απαντάμε χλευαστικά, σχεδόν σαδιστικά.

«Θα γίνω παίκτης του NBA» φωνάζει όλο λαχτάρα ένα δεκάχρονο αγόρι.

«Μα καλά οι γονείς του δεν τον προσγειώνουν πριν τον συνθλίψει η σκληρή πραγματικότητα;» αναρωτιόμαστε με την αποδοκιμασία ζωγραφισμένη στο συνετό μα πρόσωπο. Εμείς, που όλα τα μάθαμε από ζωή, που τρέμουμε να αποχωριστούμε τις δυσλειτουργικές μας σταθερές και τις χιλιάδες εξαρτήσεις μας, που βουλιάζουμε στον καναπέ του κυνισμού γιατί κουράγιο δεν βρίσκουμε να κάνουμε ένα βήμα πέρα από τον φαύλο κύκλο μας; Με ποιες ακριβώς αξιώσεις γινόμαστε εμείς το τελωνείο που κόβει φόρους στα ξένα όνειρα;

Και τελικά η πραγματικότητα συνθλίβει με μαθηματική ακρίβεια μόνο τα μέτρια μυαλά και τις πλαδαρές καρδιές. Είμαστε τόσο σπουδαίοι όσο το πείσμα μας να αγγίξουμε τον ήλιο. Και τρέχουμε να συναντήσουμε εκείνο που υποσυνείδητα νιώθουμε πως αξίζουμε. Δεν υπάρχουν τρελά όνειρα μόνα υπέροχα τρελοί άνθρωποι που κινούν γη και ουρανό για μια μεγάλη ιδέα, που ξυπνούν εκστασιασμένοι με ένα όραμα κάθε πρωί και κοιμούνται με μια σπουδαία ελπίδα τις νύχτες. Και οι πόθοι αποτελούν σπόρους που φυτεύονται στην ψυχή γιατί βαθιά μέσα μας διαθέτουμε τη δύναμη να καρπωθούμε τη σοδειά μας.

«Δεν μπορείς», « Γυρεύεις χίμαιρες», «Μάταιη η προσπάθεια σου», θα ψιθυρίζουν πάντα οι δειλοί.

Και όμως. Μπορείς! Αγνόησε τις εσωτερικές αμφιβολίες και τότε οι φωνές των γύρω θα σιγάσουν. Ύστερα πήγαινε για το ένα στο δισεκατομμύριο. Γιατί να μην είσαι εσύ; Γιατί να μην παίξεις στο χρηματιστήριο της ζωής και την απειροελάχιστη πιθανότητα που σου αναλογεί να αγγίξεις τα αστέρια, να γίνεις αυτός που ανέκαθεν ήσουν και να τοποθετήσεις τα θεμέλια ενός κόσμου νέου, όπου οι θαρραλέοι δε θα βαφτίζονται πια αιθεροβάμονες;

Εάν πιστέψουμε στο όνειρο, τότε οι άνθρωποι δε θα βαδίζουν θλιμμένοι στους δρόμους της πόλης, δε θα φορτώνουν σε άλλους τα βαριά απωθημένα που κουβαλούν στους ώμους. Εκείνοι που τολμούν, συνιστούν μια κάποια απειλή για όσους ποτέ δεν άνοιξαν την πόρτα που ξεπροβάλλει πέρα από τη ζώνη ασφαλείας.

Και τώρα σε διακρίνω από μακριά: Βρίσκεσαι στην κορυφή εκείνου του βουνού. Το ήξερα πως θα τα καταφέρεις. Τα καταπράσινα δέντρα ηρεμούν το νου σου και το ξύλινο σπίτι φέρνει δάκρυα στα μάγουλα, δάκρυα κυρίως αναμνήσεων. Θυμάσαι τα λόγια του:

«Θα λαχανιάζεις στις ανηφόρες και θα τρέμεις στις κατηφόρες. Όμως πρέπει να ξεκινήσεις. Μην απαρνιέσαι τα ύψη, μην αποφεύγεις τις πτώσεις και μην κοιτάς κάτω. Αγνόησε όσους επιμένουν πως οι προσδοκίες σου είναι πιο εκλεκτές από τα κυβικά σου και συνέχισε να προχωρείς. Θα έρθουν μοναχικά βράδια και κρύες μέρες μα κάποτε, από την κορυφή του μαγικού σου βουνού θα αναπνεύσεις βαθιά, ξέροντας πως άξιζε κάθε γρατζουνιά της διαδρομής, κάθε πληγή του ταξιδιού. Θυμήσου αυτό που ήδη γνωρίζεις. Δεν υπάρχουν άπιαστα όνειρα, μονάχα ασθενείς επιθυμίες, που συνθλίβονται από την ατολμία των δειλών καρδιών.

Είσαι εκείνο το ένα στο δισεκατομμύριο, το ξεχωριστό γενετικό υλικό που έχει μια αποστολή να εκπληρώσει στη γη. Γίνε κύμα και ενώσου με το θρόισμα του ανέμου, μάθε να επιπλέεις στις θαλασσοταραχές και σάλπαρε αποφασιστικά προς την Ιθάκη. Μη ματαιώσεις την πτήση απλώς επειδή κάποτε σε έπεισαν πως δεν έχεις φτερά για να πετάξεις. Στρέψε το βλέμμα σου στο φως και γίνε ο ήλιος που ανέκαθεν ήσουν».

ΠΗΓΗ: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΣΙΤΟΥΡΑ