Σε θυμήθηκε. Κι ήταν νύχτα. Σαν όνειρο, ή μήπως σαν εφιάλτης, εμφανίστηκε από το πουθενά κι εσύ μηδένισες το κοντέρ, έχασες προσανατολισμούς, έσπασες πυξίδες.
Έρωτα τον λένε από τα παλιά. Ναι, εκείνος ο ένας που φεύγοντας σε άφησε ρημάδι. Σε άφησε να μετράς κομμάτια και να μην ξέρεις που να φουντάρεις. Σε διέλυσε, μάτια μου, γιατί δεν το παραδέχεσαι;
Έφυγε νύχτα δίχως μια λέξη. Δίχως να τολμήσει να σε κοιτάξει στα μάτια και να σημάνει το τέλος. Ίσως γιατί για εκείνον τέλος δε μπαίνει ποτέ. Όλες οι γυναίκες που ήρθαν και έφυγαν – ή μάλλον τις έφυγε- από τη ζωή του ήταν και παραμένουν εν δυνάμει καβάτζες.
Και τώρα είναι η σειρά σου.
Ένα μήνυμα, ήταν μόνο.
“Είσαι καλά;”
Και τίποτα άλλο. Τίποτα που να δικαιολογεί την πυρηνική επανάσταση που ξεσπάει μέσα σου.
“Καλά. Εσύ;”
Αυτό απαντάς, όχι χωρίς δισταγμό. Κι όμως, δε θα έπρεπε.
Όχι, μ@λάκα μου, δεν είμαι καλά. Είμαι κουρέλι και χωρίς εμπιστοσύνη στους ανθρώπους. Είμαι δηλαδή έτσι όπως με κατάντησες. Αν όμως είχα τα κουράγια να στα πω στα μούτρα, να σου πω τι καθίκι είσαι, τότε ναι θα ήμουν καλύτερα. Τσακίσου λοιπόν από τη ζωή μου και μη μου ξαναστείλεις.
Αυτά κι άλλα τόσα θες να πεις. Κι όμως σωπαίνεις. Ευγενική σε λες. Αλλά ξέρεις ότι είναι κάτι άλλο. Είναι αδυναμία κι εκείνος απλώνει ξανά το δίχτυ του. Απλώνει για να σε πιάσει. Αν και το υπερτεράστιο εγώ του ξέρει ότι δεν τον άφησες ποτέ.
Κι εσύ, τυλιγμένη σε ελπίδες για αλλαγή. Λουσμένη με έναν έρωτα που δεν είναι έρωτας κι ας τον βλέπεις έτσι, ξαναπέφτεις.
Γιατί μέσα σου δεν έχει τελειώσει όλο αυτό. Γιατί και μόνο στην αίσθηση του αγγίγματός του μουδιάζεις ολόκληρη.
Και κάπως έτσι του ανοίγεις την πόρτα να ξαναρθεί. Ελπίζοντας ότι αυτή τη φορά δε θα την αναζητήσει για να φύγει πάλι.
Μακάρι να μπορούσα να σου πω ότι έχεις δίκιο. Αλλά δεν έχεις. Τέτοιοι άνθρωποι, μάτια μου, που σε θυμούνται στις ώρες της απέραντης ανασφάλειάς τους ζητούν μόνο επιβεβαίωση και τίποτα άλλο από τα πολλά που έχεις να τους δώσεις.
Κι όταν γεμίσουν τις αποθήκες τους την κάνουν για άλλες παραλίες. Γιατί πως να το κάνουμε, ζουν για την ποικιλία. Ζουν για εκείνο το από κανάρα σε κανάρα που λέει το παλιό το λαϊκό το τραγουδάκι.
Όσο για σένα; Αν δε θωρακίσεις τον εαυτό σου απέναντι σε τέτοιους καραγκιόζηδες εισβολείς, σε βλέπω να περνάς τη ζωή σου κλαίγοντας για όσα ήρθαν και τα άφησες να φύγουν μακριά σου. Είτε γιατί δεν είχες το κουράγιο να τα δοκιμάσεις είτε γιατί δεν είχες τα μάτια να τα δεις.
Φύλαξε τον εαυτό σου, αυτό σου λέω μόνο. Φυλάξου από έρωτες που δεν είναι έρωτες κι από άνδρες που δε νοιάζονται για σένα, δεν κάνουν για σένα, δεν πρέπει να υπάρχουν για σένα.
Ότι έγινε στο παρελθόν ανήκει εκεί. Εσύ να κοιτάς το παρακάτω.
Στην επόμενη στροφή μια νέα αγάπη, που μπορεί να είναι η αγάπη της ζωής σου, σου κλείνει το μάτι. Αλλά για να τη δεις πρέπει να φτάσεις ως εκεί.
Κι εσύ, κάνοντας βήματα προς τα πίσω, δεν πρόκειται να φτάσεις ποτέ στη στροφή.
Παρ’ το αλλιώς λοιπόν τώρα…
Πηγή: της Στεύης Τσούτση