“Ήμουν 5 ή 6 χρονών περίπου και έπαιζα με τα παιχνίδια μου καθισμένη στο πάτωμα, όταν, από τα ουρλιαχτά τρόμου της αδελφής μου που μόλις είχε μπει στο δωμάτιο που βρισκόμουν, συνειδητοποίησα πως το φόρεμά μου είχε γίνει μούσκεμα από το αίμα που έτρεχε από το κεφάλι και το πρόσωπό μου, εξαιτίας ενός ακόμα ξυλοδαρμού μου από τη μητέρα μου, πριν από λίγο, για ασήμαντη και πάλι αφορμή. Κάθε φορά, με χτυπούσε αλύπητα, σταματώντας μόνον όταν δεν είχε πια άλλη δύναμη για να συνεχίσει”…
Αυτή ήταν η περιγραφή της μνήμης μιας νέας γυναίκας που ανέκυψε εντός της στη διάρκεια μιας πολύ πρόσφατης ψυχοθεραπευτικής μας συνεδρίας. Παρόλο που, στα τόσα χρόνια της ψυχοθεραπευτικής μου εμπειρίας, είναι πολλές οι φορές που έγινα μάρτυρας παρόμοιων αφηγήσεων, κάθε φορά νιώθω τον ίδιο κόμπο στο λαιμό και μέρος της οδύνης, της ανημπόριας, της απόγνωσης και του ψυχικού πόνου που βίωσαν τα άτομα αυτά ως παιδιά, εξαιτίας του μένους της εφιαλτικής μητέρας που έτυχε να έχουν…
Δεν είναι, όμως, πάντα τόσο ωμή και στυγνή η συμπεριφορά μιας ναρκισσιστικής μητέρας απέναντι στο παιδί της. Συχνά, το παιδί γίνεται αποδέκτης προσβολών, κριτικής και “επιθέσεων” που πολύ δύσκολα γίνονται διακριτές ως τέτοιες γιατί επικαλύπτονται κάτω από ένα περιτύλιγμα δήθεν έγνοιας “για το καλό” του παιδιού, από αναφορές σε άλλους που τα κατάφεραν καλύτερα κ.τ.λ. που μόνο βαθιά τραύματα, σύγχυση και αυτοαμφισβήτηση του προκαλούν.
Από τη μεριά της, μία ναρκισσιστική μητέρα -εξαιτίας της μεγαλειώδους εικόνας εαυτού που έχει κτίσει εντός της- θεωρεί πως η ίδια είναι αλάνθαστη και της αξίζει η αναγνώριση και ο θαυμασμός όλων για τις “θυσίες” που κάνει για τα παιδιά της. Με άλλα λόγια, εδώ μιλάμε συχνά για μια, χωρίς εμφανή και ευδιάκριτα στοιχεία, ψυχική κακοποίηση στην οποία συχνά ούτε ο θύτης, αλλά ούτε και το θύμα έχουν σαφή συνείδηση του δράματος στο οποίο συμμετέχουν.
Πολλές από τις κόρες αυτές θεωρούν πως έζησαν όμορφα παιδικά χρόνια. Όσες αντιλαμβάνονται το τι πραγματικά συμβαίνει στη σχέση τους με τη μητέρα και γενικά στην οικογένειά τους κουβαλούν μόνες τους αυτήν τη συνειδητοποίηση, από τη στιγμή που δεν είναι σε θέση να τα βγάλουν πέρα με την ακαμψία μιας τέτοιας μητέρας η οποία έχει ταυτόχρονα -ανοιχτά ή σιωπηρά- τη στήριξη και επιδοκιμασία των υπόλοιπων μελών της οικογένειας, αλλά και του άμεσου περίγυρου που και αυτός, συνήθως, έχει αποπλανηθεί…
Η ουσία είναι, πάντως, πως οι κόρες μητέρων με ναρκισσιστική διαταραχή ζουν κάτω από τη μπότα και την απειλητική σκιά μιας τρομακτικής μητέρας αράχνης, που τις βλέπει ως προέκτασή της, προβάλλοντας, ταυτόχρονα, επάνω τους οτιδήποτε μισεί στον εαυτό της και ασκώντας τες -για το λόγο αυτό- ασφυκτικό έλεγχο, χωρίς ίχνος έγνοιας ή ενσυναίσθησης.
Όπως μπορεί να αντιληφθεί κάποιος, οι συνέπειες μιας τέτοιου είδους “διαπαιδαγώγησης” -που ισοπεδώνει κάθε δυνατότητα δημιουργίας προσωπικής ταυτότητας, που συνθλίβει κάθε προσπάθεια της κόρης για αυτονομία, που γιγαντώνει την εξάρτηση και την άρνηση του αληθινού εαυτού της- είναι τραγικές έως ολέθριες…
Αυτού του είδους η μητρική φιγούρα είναι από τις πλέον τραυματικές και καταστροφικές που μπορεί να έχει ένα παιδί, και ιδίως μια κόρη…
Ένα άτομο με ναρκισσιστική διαταραχή έχει, βέβαια, μια εξεζητημένη ανάγκη για θαυμασμό και προσοχή αλλά η ανάγκη αυτή εκφράζεται με πολλούς και διάφορους τρόπους που δυσχεραίνουν την ανίχνευση της συγκεκριμένης διαταραχής.
Ορισμένα από τα άτομα αυτά θέλουν να ξεχωρίζουν με την εξωτερική τους εμφάνιση, με αντικείμενα που θεωρούνται ως ένδειξη κύρους (συγκεκριμένες μάρκες αξεσουάρ, ειδών ένδυσης, υπόδησης, κοσμημάτων, αυτοκινήτων κ.ά.) καριέρα, σχέσεις με επώνυμα άτομα, χρήματα κ.τ.λ. Άλλα, πάλι, δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για αυτόν τον τρόπο προβολής (τουλάχιστον φαινομενικά) και προτιμούν να ξεχωρίζουν σε ένα ηθικό επίπεδο, όπως για παράδειγμα, καταλαμβάνοντας μια σημαντική θέση σε κάποιο φιλανθρωπικό ίδρυμα, κάποια οργάνωση βοήθειας ευάλωτων ομάδων κ.ά., και, μέσα από αυτό, να νιώθουν πως υπερέχουν -ως, δήθεν, καλύτερα και πιο γενναιόδωρα άτομα- έναντι των άλλων.
Η ναρκισσιστική μητέρα
Θα πρέπει να επισημάνουμε πως, όταν μιλάμε για μητέρες με ναρκισσιστική διαταραχή, αυτό δεν σημαίνει πως οι μητέρες αυτές έχουν απαραίτητα μια συγκροτημένη Ναρκισσιστική Διαταραχή Προσωπικότητας. Μπορεί να έχουν μόνο κάποια ναρκισσιστικά στοιχεία προσωπικότητας/χαρακτήρα και να λειτουργούν, λιγότερο ή περισσότερο, ικανοποιητικά σε ένα κοινωνικό ή προσωπικό επίπεδο. Ένα πράγμα, όμως, είναι βέβαιο. Οι μητέρες αυτές είναι ανίκανες να διαπαιδαγωγήσουν παιδιά δίχως να τα τραυματίσουν, με κάποιον τρόπο, εφόρου ζωής.
Όταν μιλάμε για μητέρες με ναρκισσιστικές διαταραχές, αυτό συνεπάγεται ταυτόχρονα και μια κατεστραμμένη σχέση μητέρας-κόρης, από τη στιγμή που είναι αδύνατον για την κόρη να εξελιχθεί σε μία ασφαλή και αυτόνομη γυναίκα. Πάντα, βαθιά μέσα της, θα επιζητά την αποδοχή και την επιβεβαίωση της μητέρας της που ποτέ δεν εισέπραξε και ούτε πρόκειται να εισπράξει. Η εξάρτησή της από αυτήν είναι τόσο ισχυρή που, σε συνδυασμό με τις συνεχείς ματαιώσεις που δέχεται, δημιουργούνται εντός της σταδιακά ολοένα και πιο έντονα αισθήματα ντροπής και αναξιότητας, καθώς διαπιστώνει επανειλημμένα πως, ότι και να κάνει, δεν πρόκειται ποτέ να αγαπηθεί…
Πέραν του ότι μια μητέρα με ναρκισσιστική διαταραχή βλέπει την κόρη της ως ένα άγραφο χαρτί, επάνω στο οποίο θεωρεί πως έχει κάθε δικαίωμα να γράψει οτιδήποτε η ίδια επιθυμεί, νιώθει ταυτόχρονα και μια απειλή, στο ενδεχόμενο η κόρη της να εξελιχθεί σε ένα ομορφότερο, εξυπνότερο, ικανότερο, πιο αυτόνομο κ.τ.λ. από την ίδια άτομο/θηλυκό.
Συχνά, γίνεται αναφορά σε δύο εκδοχές ναρκισσιστικών μητέρων
1. Η πρώτη είναι η αποκαλούμενη ως “η μητέρα που αγνοεί” που, συχνότατα, αδιαφορεί για τα παιδιά της, παραβλέποντας ακόμα και τις πλέον βασικές τους ανάγκες. Σε περίπτωση που εμφανιστεί -π.χ. σε κάποια συνάντηση γονέων στο σχολείο- θα το κάνει μόνο και μόνο για να μη φανεί πως αδιαφορεί για το παιδί της. Αμέσως μετά, στο σπίτι, μπορεί να αρχίσει να μιλά για το πόσο έξυπνο ή καλό είναι κάποιο άλλο παιδί, πόσο καλά λόγια είπαν για αυτό οι δάσκαλοί του κ.τ.λ.. Η οποιαδήποτε αναφορά στο δικό της παιδί θα είναι σύντομη και αδιάφορη, υπονοώντας πως δεν αξίζει να σταθεί κάποιος περισσότερο σε αυτό.
2. Η δεύτερη εκδοχή είναι η αποκαλούμενη ως “καταβροχθιστική μητέρα”. Αυτού του είδους οι μητέρες βιώνουν τις κόρες τους ως προέκταση του εαυτού τους, με τον ίδιο τρόπο που βιώνουν ένα μέλος του σώματός τους. Θέλουν να τις έχουν όσο κοντύτερά τους γίνεται ώστε να διατηρούν την ψευδαίσθηση πως οι ίδιες και οι κόρες τους είναι ένα. Όσον αφορά στα ίδια τα παιδιά, αυτά δεν επιτρέπεται να έχουν άλλες ανάγκες εκτός από τη μητέρα και το τι αυτή επιθυμεί. Μια τέτοιου είδους μητέρα φαίνεται στα μάτια των άλλων ως πολύ δοτική, προστατευτική και αφοσιωμένη στα παιδιά της. Η αλήθεια είναι, όμως, πως μία μητέρα, που δεν βλέπει τα παιδιά της ως αυτόνομες υπάρξεις, δεν είναι σε θέση να τα συναισθανθεί, από τη στιγμή που, για αυτήν, είναι σαν να μην έχουν τα ίδια προσωπικές ανάγκες, αλλά υπάρχουν κυρίως για να καλύπτουν αποκλειστικά και μόνο τις δικές της.
Στην ουσία, μία τέτοια μητέρα δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το τι είδους άτομα είναι οι κόρες της. Από μόνη της αποδίδει και προβάλει σε αυτές ιδιότητες και χαρακτηριστικά, ανάλογα με το ρόλο που η ίδια έχει ανάγκη να παίζει το παιδί της, και που πολλές φορές του τον αποδίδει πριν καν αυτό γεννηθεί. Έτσι, σε κάποιο παιδί μπορεί να αποδοθεί ο ρόλος του αποδιοπομπαίου τράγου, σε ένα άλλο αυτός του ιδανικού/ευνοούμενου παιδιού κ.τ.λ. -κάτι για το οποίο είναι αδύνατον να κάνει κάτι το παιδί ώστε να το αλλάξει- μπαίνοντας έτσι στο κρεβάτι του μητρικού του Προκρούστη…
Κοινός παρονομαστής όλων των παιδιών ναρκισσιστικών μητέρων -ασχέτως του ρόλου που τους έχει αποδοθεί (αποδιοπομπαίος τράγος, ευνοούμενο παιδί κ.τ.λ.)- είναι η αίσθηση πως η μητέρα τους, στην ουσία, δεν τα βλέπει ως τα άτομα που πραγματικά είναι. Αυτό έχει ως συνέπεια το παιδί να εξελιχθεί σε άτομο που δεν νιώθει πως είναι σημαντικό, που δεν έχει μια αυτόνομη και αυτονόητη αξία, από τη στιγμή που ο ίδιος του ο γονιός αδιαφορεί σκανδαλωδώς για τις πραγματικές του ανάγκες, τα όνειρα και τις επιθυμίες.
Ένα ακόμα σημαντικό χαρακτηριστικό μιας ναρκισσιστικής μητέρας είναι τα έντονα αισθήματα ντροπής που τη διακατέχουν και τα οποία -επειδή δεν είναι σε θέση η ίδια να αντέξει και να διαχειριστεί- τα προβάλει συνεχώς στα οικογενειακά μέλη που ελέγχει. Αυτό, όμως, δεν είναι παρά μια παροδική “λύση”. Κανείς δεν απαλλάσσεται από τα αισθήματα ντροπής που διακατέχεται, προβάλλοντάς τα σε άλλους. Για τον λόγο αυτό, η ναρκισσιστική μητέρα θα πρέπει να το κάνει συνεχώς, αμαυρώνοντας συστηματικά και για πάντα τους επιλεγμένους αποδέκτες των προσωπικών αισθημάτων ντροπής της.
Ο πατέρας της ναρκισσιστικής οικογένειας
Από τη στιγμή που η “φροντίδα” της ναρκισσιστικής μητέρας είναι άκρως τοξική για το παιδί, είναι φυσικό αυτό αναζητά την προστασία του -ίσως ακόμα και τρυφερού μερικές φορές- πατέρα του που, συνηθέστατα, δεν είναι σε θέση να του την παράσχει. Η αποτυχία ενός πατέρα να προστατέψει το παιδί του, που κινδυνεύει άμεσα και ζητά απεγνωσμένα τη συνδρομή του, σημαίνει, στην ουσία, πως οι δικές του ανάγκες προηγούνται αυτών του παιδιού. Η όποια τυχόν προστασία παράσχει κάποια φορά στο παιδί του είναι απλά τυχαίο γεγονός και όχι μια σταθερή και αδιαπραγμάτευτη στάση που να δημιουργεί ένα βασικό αίσθημα ασφάλειας στο παιδί.
Οι όποιες τυχόν παροχές του προς το παιδί (καλό σχολείο, ξένες γλώσσες, ρούχα κ.τ.λ.) και οι όποιες εκδηλώσεις αγάπης του προς αυτό, κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, όχι μόνο δεν αντισταθμίζουν την εκκωφαντική απουσία του στις εφιαλτικές στιγμές που αυτό έχει βιώσει, αλλά του δημιουργούν -κυρίως όταν αυτό έχει πια ενηλικιωθεί- αμφιθυμικά συναισθήματα και σύγχυση για το τι είδους άτομο ήταν/είναι, τελικά, αυτός ο πατέρας και αν πραγματικά αγαπούσε/αγαπά το παιδί του. Όλα αυτά περιπλέκουν τη σχέση του παιδιού μαζί του, παρά την απεγνωσμένη ανάγκη του να τον αγαπά, επειδή το γεγονός πως δεν κατέρρευσε ολοκληρωτικά ίσως να οφείλεται στην έστω και λίγη αγάπη που ο πατέρας του έδειξε που, όμως, δεν ήταν, παρόλ’ αυτά, αρκετή για να αποτρέψει τα βαθιά τραύματα από τη βία της ναρκισσιστικής του μητέρας.
Τα όποια επιχειρήματα ενός τέτοιου πατέρα, όπως “Για να μη γίνουν τα πράγματα χειρότερα”, “Κάνε αυτό που σου λέει η μητέρα σου”, “Κάνε πως δεν καταλαβαίνεις” ή δικαιολογώντας και εξωραΐζοντας τα κίνητρα της μητέρας-αράχνης κ.ά., είναι σαν να λέει στο παιδί πως θα πρέπει να αρνηθεί τις δικές του αδιαπραγμάτευτες συναισθηματικές ανάγκες, να προσπαθεί με κάθε τρόπο να επιβεβαιώνει το μεγαλείο και το αλάνθαστο της ανελέητης μητέρας του και να τροφοδοτεί αγόγγυστα τον ακόρεστο Μινώταυρο του ναρκισσισμού της ώστε, εν τέλει, να έχει ο ίδιος ήσυχο το κεφάλι του, σε βάρος της ψυχικής ισορροπίας του ίδιου-του του παιδιού. Αυτό δεν είναι παρά μια συναισθηματική προδοσία και έλλειψη συμπόνιας προς το παιδί. Αν, επιπλέον, αυτό είναι κόρη, καταλαβαίνει κανείς ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στη μελλοντική στάση της απέναντι στο αντίθετο φύλο.
Ένας τέτοιος πατέρας -που, συχνά, είναι άτομο χαμηλών τόνων, ήρεμο, που δεν αρνείται την επικοινωνία και που μοιάζει να διαθέτει ενσυναίσθηση- αποτελεί το τέλειο θύμα μιας ναρκισσιστικά διαταραγμένης μητέρας. Αυτό που είναι σίγουρο πως δεν διαθέτει είναι αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση. Για τους λόγους αυτούς, η ανοχή και η σύμπλευσή του με τη μητέρα -όσον αφορά στην κακοποίηση της κόρης τους και όχι μόνο- είναι το ευκολότερο που μπορεί να γίνει, από τη στιγμή που δεν μπορεί ή δεν θέλει να αναλάβει τον έλεγχο και την ευθύνη της ζωής που επέλεξε να ζήσει, αναθέτοντάς τα εξολοκλήρου στη ναρκισσιστικά διαταραγμένη σύζυγο και μητέρα της οικογένειάς του.
Η ναρκισσιστική οικογένεια
Αυτού του είδους η οικογένεια, σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να αποτελέσει το ασφαλές καταφύγιο που χρειάζεται κάθε παιδί για να μεγαλώσει ομαλά. Το μόνο μέλος που νιώθει “ασφάλεια” σε αυτήν είναι η μητέρα-νάρκισσος (θα μπορούσε να είναι και πατέρας), όπως ακριβώς η αράχνη στον θανατηφόρο, για οποιονδήποτε άλλον, ιστό της που χτίζεται με μεθοδικότητα και ακρίβεια ώστε να εγκλωβίζονται σε αυτόν οι άλλοι για να μπορούν να ελέγχονται και να εξυπηρετούν στο μέγιστο βαθμό τις ανάγκες της.
Συχνά, δημιουργείται μια ανταγωνιστική σχέση μεταξύ των παιδιών της οικογένειας που την ενισχύει ακόμα περισσότερο η ναρκισσιστική μητέρα, διαμέσου της αποκαλούμενης “τριγωνοποίησης”. Αυτό σημαίνει πως η μητέρα φέρνει σε αντιπαράθεση τα παιδιά της μεταξύ τους, άλλοτε λέγοντας ψέματα, άλλοτε συκοφαντώντας και υποσκάπτοντας κάποιο από αυτά κ.τ.λ.., ανάλογα με τις ανάγκες της. Σε κάθε περίπτωση, βασική της αρχή είναι “διαίρει και βασίλευε”…
Οι οικογένειες των οποίων ο τρόπος λειτουργίας καθορίζεται από μία ναρκισσιστική μητέρα μπορεί να φαίνονται λειτουργικές και αρμονικές προς τα έξω, από τη στιγμή που το κάθε μέλος της έχει ένα δοσμένο ρόλο τον οποίο ακολουθεί αυστηρά και εξαιτίας του ότι η συναισθηματική κακοποίηση δεν έχει εμφανή σημάδια ώστε να είναι εύκολα ορατά στον περίγυρο. Πίσω, όμως, από αυτό το περιτύλιγμα φαινομενικής αρμονίας και ευτυχίας, καραδοκούν η θλίψη, η ματαίωση, ο φόβος, η αίσθηση μοναξιάς και ανημπόριας και ένας δυσλειτουργικός και ανύπαρκτος πατέρας που είτε είναι κι ο ίδιος νάρκισσος είτε απών (με τη φυσική έννοια του όρου ή μεταφορικά, εξαιτίας κατανάλωσης αλκοόλ, χρήσης ναρκωτικών ουσιών, παθητικότητας κ.ά.) είτε λειτουργώντας κι ο ίδιος ισοπεδωτικά και μεροληπτικά, υπερασπιζόμενος τη μητέρα και τις όποιες επιλογές της. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, όμως, αυτός είναι που επιτρέπει στη μητέρα να συνεχίζει την άκρως τοξική και τραυματική για τα παιδιά λειτουργία της.
Οι γυναίκες με ναρκισσιστικές διαταραχές δεν δημιουργούν ποτέ σχέση με ψυχικά ισορροπημένους άνδρες που να μπορούν να υπερασπίζονται τα παιδιά τους απέναντι στην ψυχική βία που οι ίδιες ασκούν σε αυτά. Αν για κάποιον λόγο συμβεί αυτό, σύντομα τους χωρίζουν ή αποχωρούν οι ίδιοι, κάνοντας ότι περνά από το χέρι τους για να προστατέψουν τα παιδιά τους.
Όπως προαναφέραμε, σε μία ναρκισσιστική οικογένεια, το κάθε μέλος έχει ένα συγκεκριμένο ρόλο που του έχει επιβληθεί από τη ναρκισσιστική μητέρα. Οι ρόλοι αυτοί είναι οι εξής τρεις:
1. Ο υποστηρικτής: μια ναρκισσιστική μητέρα χρειάζεται πάντα και τη βοήθεια άλλων για να μπορεί να ελέγχει, με τον τρόπο που θέλει, την οικογένειά της. Για το ρόλο αυτό, επιλέγονται πάντα τα πλέον αδύναμα μέλη που εύκολα θα συναινούν και θα ανταποκρίνονται πρόθυμα σε κάθε αίτημά της, ακόμα και αν αυτό είναι σε βάρος κάποιου άλλου μέλους της οικογένειας.
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου και οι δύο γονείς έχουν ναρκισσιστική διαταραχή. Στην περίπτωση, όμως, που ο πατέρας έχει το ρόλο του υποστηρικτή, ενθαρρύνει -άμεσα ή έμμεσα- τη σύζυγό του να επιτίθεται, με όποιον τρόπο επιθυμεί, στα παιδιά της. Την κολακεύει, πάντα τη δικαιολογεί και την παρουσιάζει ως τη μητέρα που θυσιάζεται και κάνει ότι καλύτερο μπορεί για τα παιδιά της, προσπαθώντας να πείσει και αυτά για το ίδιο. Αυτό που τον ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα είναι η δική του ησυχία και να υπάρχει ηρεμία στο σπίτι, έστω και αν αυτό προϋποθέτει τον ψυχικό στραγγαλισμό των ίδιων του των παιδιών. Οι άνδρες που στηρίζουν μια ναρκισσιστική μητέρα/σύζυγο μοιάζει να έχουν χάσει και το τελευταίο ίχνος ψυχικής και φυσικής δύναμης που μπορεί να διέθεταν. Το σύνηθες τέλος αυτού του τραγικού σεναρίου είναι η ναρκισσιστική μητέρα να επιζεί, ο δε υποστηρικτής σύζυγός της είτε να ασθενεί σοβαρά είτε, τελικά, να πεθαίνει, έχοντας χάσει κάθε διάθεση για ζωή.
Η σχέση ναρκισσιστικής μητέρας-υποστηρικτή συζύγου είναι μια σχέση συνεξάρτησης. Ορισμένοι υποστηρικτές σύζυγοι εξιδανικεύουν ή ωραιοποιούν τη ναρκισσιστικά διαταραγμένη σύζυγό τους, μόνο και μόνο για να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση πως έκαναν σωστή επιλογή συντρόφου ζωής. Άλλοι πάλι συναινούν γιατί απλά δεν αντέχουν την επιθετικότητα και την ψυχική βία που ασκεί η σύζυγός τους. Τέλος, υπάρχουν και αυτοί που απλά έχουν συνθλιβεί, με αποτέλεσμα το παιδί ή τα παιδιά να μην έχουν πλέον κανέναν που να μπορεί να τα προστατέψει από την καταβροχθιστική διάθεση της μητέρας-αράχνης.
2. Ο αποδιοπομπαίος τράγος: ο ρόλος αυτός αποδίδεται, συνηθέστατα, στο ψυχικά δυνατότερο παιδί της οικογένειας που επιδεικνύει ισχυρή θέληση και επιμονή, δηλαδή στοιχεία απειλητικά για τη ναρκισσιστική μητέρα η οποία έχει διακαώς ανάγκη από την υπακοή όλων ώστε να ικανοποιούνται όλες της οι επιθυμίες. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, το δυνατό παιδί θα πρέπει με κάθε τρόπο να αποδυναμωθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Έτσι, λοιπόν, του αποδίδεται αδιακρίτως η ευθύνη για το οτιδήποτε δεν είναι όπως θα έπρεπε, κατά τη ναρκισσιστική μητέρα, μετατρεπόμενο σε μόνιμο αποδέκτη επικρίσεων και απορρίψεων από αυτήν και τους συνακόλουθούς της.
Η συστηματική στοχοποίηση του αποδιοπομπαίου τράγου και η προκλητική εύνοια προς το ευνοούμενο παιδί δημιουργούν συχνά ρήγμα στη σχέση μεταξύ των αδελφών εξαιτίας των αισθημάτων ζήλιας που, όπως είναι φυσικό, πυροδοτούνται στον αποδιοπομπαίο τράγο αλλά και των αισθημάτων υπεροχής που επιδεικνύει το ευνοούμενο παιδί. Αυτό ακριβώς είναι που επιδιώκει μια ναρκισσιστική μητέρα, να διαιρεί και να βασιλεύει. Ο ευνοούμενος ενθαρρύνεται ώστε να ασκεί συναισθηματική βία στον αποδιοπομπαίο τράγο και, με τον τρόπο αυτόν, γίνεται ο εντολοδόχος και το μακρύ χέρι της ναρκισσιστικής μητέρας που μπορεί να ελέγχει και πραγματοποιεί τις επιθυμίες της ακόμη ευκολότερα.
Οι αποδιοπομπαίοι τράγοι μπορεί να είναι ένας ή περισσότεροι.
3. Ο ευνοούμενος: το παιδί αυτό -που μπορεί να είναι είτε μέλος της οικογένειας είτε κάποιο παιδί-συγγενής- έχει απεριόριστα προνόμια και γίνεται αποδέκτης -σε υπερθετικό βαθμό- των θετικών σχολίων, των επιβραβεύσεων και της εύνοιας της ναρκισσιστικής μητέρας, από τη στιγμή που αποτελεί προέκταση του ιδανικού της εαυτού.
Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται πως το ευνοούμενο μέλος της ναρκισσιστικής οικογένειας είναι ο μεγάλος κερδισμένος της υπόθεσης. Δυστυχώς, όμως, τα πράγματα δεν έχουν έτσι. Το ευνοούμενο μέλος δεν είναι παρά ένας εφόρου ζωής όμηρος στο χρυσό κλουβί που του έχει διασφαλίσει η ναρκισσιστική του μητέρα, με αντάλλαγμα την παραίτησή του από κάθε μορφή προσωπικής ελευθερίας. Η συνεχής, όμως, κάλυψη κάθε είδους επιθυμίας του από τη ναρκισσιστική του μητέρα το μετατρέπει σε άτομο δίχως πρωτοβουλία, αλαζονικό και εξαρτημένο.
Αντίθετα, ο αποδιοπομπαίος τράγος είναι το παιδί που, πολύ πιθανόν, να επιδιώξει κάποια στιγμή την αυτονομία του, να θελήσει να μάθει την αλήθεια του και να απεγκλωβιστεί, τελικά, από τον ιστό ψυχικής οδύνης και αφαίμαξης όπου το είχε εγκλωβίσει η ναρκισσιστική του μητέρα.
Τα παιδιά μιας ναρκισσιστικά λειτουργούσας οικογένειας -και, κυρίως, αυτά που τους έχει αποδοθεί ο ρόλος του αποδιοπομπαίου τράγου- αγωνίζονται απεγνωσμένα για να επιβιώσουν από τη συναισθηματική παραμέληση και τη βία που καθημερινά βιώνουν. Στα μάτια του περίγυρου, όμως, τα παιδιά αυτά, συνηθέστατα, πιστεύεται πως μεγαλώνουν σε μια ιδανική οικογένεια.
Το Sxeseis-kai-sunaisthimata περιέχει διαφημίσεις Google. Δεν κοστίζουν κάτι σε εσάς, όμως κάνοντας ένα κλικ σε αυτές, λαμβάνει μια πολύ μικρή προμήθεια που το βοηθάει να συντηρείται.
Οι συνέπειες για την κόρη
Η μητέρα αποτελεί για το παιδί της την πρώτη του συνάντηση με τον έξω κόσμο και ζωντανό παράδειγμα του τι έχει να περιμένει από την επαφή του με αυτόν, αργότερα στη ζωή. Μια παιδική ηλικία, όμως, με μια ναρκισσιστική μητέρα είναι ένας περίπατος σε ναρκοπέδιο. Ποτέ δεν γνωρίζεις πότε θα γίνει η επόμενη έκρηξη οργής, και, όταν αυτό συμβεί, ξέρεις ως κόρη πως θα γίνεις αποδέκτης ψυχικής ή φυσικής κακοποίησης, απειλών και ισοπεδωτικών επικρίσεων. Όταν, λοιπόν, η ίδια σου η μητέρα δεν σου έχει δώσει αγάπη -όχι μόνο χωρίς προαπαιτούμενα αλλά και με βαρύ αντίτιμο, εάν δεν ήσουν όπως αυτή σε ήθελε- ως ενήλικας, θα τρέμεις και μόνο στην ιδέα να αγαπήσεις ακόμα και μία φιλενάδα ή άλλον άνθρωπο στη ζωή σου, ακόμα κι αν το αξίζει.
1. Δεν νιώθει πως ανήκει κάπου
Ένα παιδί, που ζει συνεχώς μέσα στην αμφισβήτηση, την κριτική και την απόρριψη, νιώθει πως δεν ανήκει πουθενά. Όταν βιώνεις, με τον πλέον σκληρό και οδυνηρό τρόπο, πως δεν έχεις θέση και δεν έχεις αγαπηθεί για αυτό που είσαι μέσα στην ίδια σου την οικογένεια, αναρωτιέσαι αν, πράγματι, υπάρχει κάπου ένα ασφαλές καταφύγιο για σένα. Όταν η αναζήτηση αγάπης εμπεριέχει τόσο μεγάλο πόνο και βαρύ αντίτιμο, χωρίς ποτέ να εισπράττεται, παύεις να πιστεύεις πως μπορείς να τη βρεις, κάτι που προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη απόγνωση και αίσθημα μοναξιάς.
2. Απόκρυψη συναισθημάτων
Μία ναρκισσιστική μητέρα μαθαίνει, συνήθως, στα παιδιά της να μην εκφράζουν συναισθήματα γιατί κάτι τέτοιο αποτελεί, κατά την ίδια, ένδειξη αδυναμίας και ευαλωτότητας. Η κόρη μιας τόσο ελεγκτικής μητέρας, λοιπόν, δεν μαθαίνει να αξιοποιεί τη συναισθηματική της νοημοσύνη ώστε να μπορεί να συναισθάνεται επαρκώς τους άλλους και να μοιράζεται συναισθήματα, πράγμα απαραίτητο για τη δημιουργία και λειτουργία στενών και ουσιαστικών διαπροσωπικών σχέσεων.
3. Μη αναγνώριση προσωπικών αναγκών και επιθυμιών
Η ανάγκη μιας ναρκισσιστικής μητέρας να είναι με κάθε τρόπο το επίκεντρο της προσοχής όλων όσων βρίσκονται δίπλα της την οδηγεί στο να θέλει να τους ελέγχει και να τους χειρίζεται με τρόπο ώστε κάθε είδους ανάγκη της να έχει απόλυτη προτεραιότητα και να μπορεί να καλύπτεται σε βάρος των προσωπικών αναγκών των υπολοίπων, ασχέτως αν αυτοί είναι τα ίδια της τα παιδιά. Ένα τέτοιο παιδί μαθαίνει από πολύ νωρίς πως πρέπει να υπηρετεί τη μητέρα του και να ικανοποιεί κάθε της θέλω. Αυτό έχει ως συνέπεια να μη νιώθει το παιδί ως άτομο με δικές του επιθυμίες και ανάγκες, αλλά ως προέκταση του εαυτού της μητέρας του, εισπράττοντας επιβράβευση μόνον όταν λειτουργεί ως τέτοιο. Με άλλα λόγια, μαθαίνει πως ο μόνος τρόπος για να εισπράξει αποδοχή και “αγάπη” είναι το να δίνει πάντα προτεραιότητα στις ανάγκες των άλλων και όχι στις δικές του.
4. Μαθαίνει πως η αγάπη έχει πάντα κάποιο αντίτιμο
Η κόρη μιας ναρκισσιστικής μητέρας μαθαίνει από νωρίς πως η αγάπη είναι εξαγοράσιμη. Δεν αγαπιέται για αυτό που είναι αλλά για όλα όσα κάνει. Κάθε φορά που απογοητεύει τη μητέρα της, αυτή αποσύρει την αγάπη της. Συνέπεια αυτού είναι, όταν η κόρη ενηλικιωθεί, να μη γνωρίζει τι σημαίνει υγιής σχέση αγάπης με ισοτιμία και αμοιβαιότητα ή πως αυτή δημιουργείται. Ένα πιθανό ζοφερό σενάριο είναι να θεωρεί πως το να γίνεται αποδέκτης βίαιων συμπεριφορών είναι το αναγκαίο αντίτιμο που θα πρέπει να πληρώνει για να εισπράττει αγάπη.
5. Μαθαίνει πως η αγάπη σε καθιστά ευάλωτο και έρμαιο άλλων
Επειδή από μικρό παιδί βιώνει συναισθηματική μοναξιά και πως η αγάπη σε καθιστά ευάλωτο και έρμαιο των διαθέσεων των άλλων, η κόρη -ως ενήλικας- θα προτιμά τη μοναξιά που την έχει βιώσει σε υπερθετικό βαθμό και, ως εκ τούτου, αν και επώδυνη, είναι κάτι πολύ οικείο και δεν επιφυλάσσει δυσάρεστες εκπλήξεις και επιπλέον πόνο.
6. Διαστρεβλωμένη αντίληψη περί αγάπης
Οι κόρες μητέρων με ναρκισσιστική διαταραχή γνωρίζουν καλά πως η εικόνα που έχουν για την αγάπη είναι παραμορφωμένη εξαιτίας των όσων έχουν βιώσει από τότε που ήταν μικρά παιδιά, δεν γνωρίζουν, όμως, τη μορφή που έχει η αληθινή και ανυστερόβουλη αγάπη. Παρά τον ψυχικό πόνο και την απόρριψη που έχουν βιώσει, υπηρετώντας άλλους χωρίς να ζητούν κάτι για τον εαυτό τους, αυτή η στάση εξακολουθεί να ισχύει και στις μελλοντικές ρομαντικές σχέσεις της κόρης αργότερα στη ζωή. Το συναισθηματικό κενό της προσπαθεί να το καλύψει συνηθέστατα με εντελώς ακατάλληλες, ανούσιες ή τοξικές σχέσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί όλοι μας έχουμε την τάση να επιλέγουμε, ως συντρόφους, άτομα που βρίσκονται σε παρόμοιο συναισθηματικό επίπεδο με εμάς τους ίδιους και με τα οποία μπορούμε εύκολα να επαναλάβουμε το είδος της σχέσης που καλά γνωρίζουμε, όσο ζοφερή και αν αυτή είναι.
Ένας επιπλέον τραγικός λόγος που αυτό το οδυνηρό σενάριο τόσο συχνά επαναλαμβάνεται είναι το ότι οι περισσότερες κόρες δεν έχουν αντιληφθεί ή αρνούνται να συνειδητοποιήσουν πως η μητέρα τους δεν μπόρεσε να τις αγαπήσει για αυτό που είναι. Για το λόγο αυτό, εξακολουθούν να ελπίζουν πως η επόμενη ευκαιρία που θα δώσουν ίσως έχει διαφορετική έκβαση. Το όνειρο της αγάπης και η απεγνωσμένη τους ανάγκη να τη γευθούν δημιουργούν μη ρεαλιστικές προσδοκίες και μια επανάληψη των οδυνηρών τους ματαιώσεων.
7. Χαμηλή αυτοεκτίμηση
Η αγνόηση και παραμέληση βασικών αναγκών του παιδιού από τη μητέρα -σε συνδυασμό με τις υπερβολικές απαιτήσεις της από αυτό προς ίδιον όφελος, χωρίς ποτέ η ίδια να είναι ευχαριστημένη, ότι και αν κάνει το παιδί- δημιουργούν στην κόρη μια αίσθηση προσωπικής ανεπάρκειας και χαμηλής αυτοεκτίμησης που θα την οδηγήσουν, αργότερα στην ενήλικη ζωή, θα προσπαθεί απεγνωσμένα να εισπράξει αποδοχή και επιβεβαίωση, συνήθως από άτομα που δεν θα της τα δώσουν ποτέ.
8. Μαθαίνει να κρύβει τον αληθινό της εαυτό και τον υπονομεύει
Η κόρη μιας ναρκισσιστικής μητέρας, στην προσπάθειά της να είναι αυτό που η μητέρα της επιθυμεί και απαιτεί από αυτήν, αναγκάζεται να αρνηθεί σημαντικές πλευρές του αληθινού της εαυτού. Με άλλα λόγια, μαθαίνει από πολύ νωρίς πως δεν είναι η κόρη που θα ήθελε η μητέρα της και πως, για το λόγο αυτό, θα πρέπει να κρύβει τον αληθινό της εαυτό, για τον οποίο νιώθει ντροπή. Σταδιακά, αποκτά μια πολύ ασαφή αίσθηση και εικόνα για το άτομο που πραγματικά είναι, για τις πραγματικές ανάγκες και επιθυμίες της και για το είδος της ζωής που θα ήθελε να ζήσει.
Η συστηματική απόρριψη της ναρκισσιστικής της μητέρας -στα μάτια της οποίας ποτέ δεν είναι άτομο επαρκές- και οι συνεχείς ματαιώσεις που αυτό συνεπάγεται, την οδηγεί να προσδοκά πάντα το χειρότερο και να υπονομεύει οτιδήποτε καλό πρόκειται να της συμβεί σαν μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία (δηλαδή, σαν μια υποσυνείδητη επιβεβαίωση/επανάληψη ενός οδυνηρού εσωτερικού σεναρίου).
9. Τελειομανία
Αρκετές φορές, οι κόρες μητέρων με ναρκισσιστική διαταραχή διακατέχονται από μια τελειοθηρία που αφορά σχεδόν στα πάντα. Από τον τρόπο της γραφής τους μέχρι τη σιλουέτα τους (παρατηρούνται συχνά διαταραχές στη λήψη τροφής, όπως ψυχογενής ανορεξία/βουλιμία κ.ά.) θέλουν να είναι όσο πιο άψογες γίνεται, στην ουσία σε μια λιγότερο ή περισσότερο υποσυνείδητη προσπάθειά τους να αποφύγουν τυχόν κριτική από τρίτους.
Επίλογος
Η ζωή ως κόρη μιας ναρκισσιστικής μητέρας σημαίνει την ύπαρξη ανεξίτηλων ψυχικών τραυμάτων που δημιουργούν μια ασαφή αίσθηση προσωπικής ταυτότητας και έναν τεράστιο όγκο θαμμένων, έντονων και πολύ επώδυνων συναισθημάτων που το ενδεχόμενο, ανά πάσα στιγμή, να χαθεί ο έλεγχός τους και να αναδυθούν στην επιφάνεια τρομοκρατεί. Ο φόβος και ο συνεχής αγώνας αποφυγής ενός τέτοιου καταστροφικού ψυχικού σεναρίου, σε συνδυασμό με τα παραλυτικά αισθήματα ντροπής και το φόβο της συνεξάρτησης που πάντα καραδοκεί, καθιστά την προσπάθεια αποκατάστασης αυτής της εσωτερικής πραγματικότητας δύσκολη και επώδυνη υπόθεση που απαιτεί πολύ θάρρος και κουράγιο.
Η απαλλαγή, όμως, από τον εφιάλτη αυτόν είναι εφικτή, αρκεί να βρει κάποιος τη σωστή βοήθεια από έναν θεραπευτή που να έχει την απαραίτητη εκπαίδευση και εμπειρία ώστε να συμπορευθεί μαζί του στους σκοτεινούς δαιδάλους του εσωτερικού του τοπίου και να αντικαταστήσει σταδιακά την εσωτερική, επικριτική και απορριπτική μητρική φωνή με την αληθινά προσωπική που οδηγεί στην αγάπη προς τον αληθινό εαυτό, στον αυτοσεβασμό, στην επιθυμία δημιουργικής εξέλιξης και διάθεσης συνύπαρξης και μοιράσματος με άλλους χωρίς φόβο και προαπαιτούμενα.
Πηγή: Dr. Σάββας Ν. Σαλπιστής, M.Sc, Ph.D. Κλινικός Ψυχολόγος