Μια φορά, πριν αρκετό καιρό, αγόρια και κορίτσια έπαιζαν στη γειτονιά ενός χωριού.
Ο Λόγος ήταν ένα αγοράκι, που ανέπτυσσε τη σκέψη του. Ο Παράλογος έκανε τρελά πράγματα, που τα παρουσίαζε σωστά. Η Ιδιοτέλεια, πονηρούλα. Φαινομενικά ήταν όλο καλοσύνη, αλλά κανείς δε γνώριζε τι είχε βάλει στο μυαλό της, προς όφελός της, βέβαια. Η Ακριβοδίκαιη υποστήριζε πάντα τους αδικημένους! Η Αξία και η Αρχή ήταν δίδυμες. Ποτέ δε μιλούσαν άσχημα σε κανένα παιδί.
Ο Νόμος έπαιζε πάντα τίμια! Η Αντίσταση, όταν χρειαζόταν, αντιδρούσε σθεναρά! Η Αυτοκριτική δεν έκρινε τα άλλα παιδιά, αλλά σκεφτόταν μήπως εκείνη, έχει κάνει κάπου λάθος. Η Υπευθυνότητα, η Ευπρέπεια και ο Σεβασμός, ξεχώριζαν! Είχαν τόσο καλό χαρακτήρα, που είχαν την εκτίμηση μικρών και μεγάλων! Η Αξιοπρέπεια, ήταν μοναχική και αρχοντική! Σαν χτυπούσε και πονούσε, πήγαινε να κρυφτεί για να μην τη βλέπουν και τη λυπούνται. Ο Αγώνας έκανε παρέα μαζί της. Τα δυο παιδιά ήταν αχώριστα!
Επάνω σ’ ένα πεζούλι, ανέβηκε ο Λόγος.
–Παιδιά, τι λέτε; Να φτιάξουμε μια ομάδα και να την ονομάσουμε βουλή;
–Και ποιος ο λόγος της ύπαρξής της; ρωτάει η Αξία.
–Θα αποφασίζει τα καλύτερα και τα δικαιότερα, για το χωριό.
–Και πώς θα γίνει η επιλογή της ομάδας; ρωτάει με αγωνία η Ακριβοδίκαιη.
–Θα επιλέξουν, με την ψήφο τους οι χωριανοί, λέει ο Λόγος.
–Εντάξει, λέει ο Νόμος, αλλά χωρίς κανόνες;
–Να φτιάξουμε· και όποιος τους παρακούει, να τιμωρείται, είπε η Αξία.
–Αυστηρά..! συμπλήρωσε η Αρχή.
–Συμφωνώ, αλλά θέλω να είμαι Πρόεδρος, πετάγεται η Ιδιοτέλεια.
–Ηρεμήστε βρε παιδιά, επεμβαίνει η Ευπρέπεια, θα το συζητήσουμε.
–Εγώ συμφωνώ, είπε ο Σεβασμός.
–Κι εμείς, φώναξαν η Υπευθυνότητα και η Αυτοκριτική.
Ο Παράλογος, πιο κει, γελούσε.
–Είστε σίγουροι, ότι αυτή η ομάδα θα τα κάνει όλα όπως πρέπει;
–Παράλογε, είπε ο Νόμος. Θα είμαι εκεί. Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να με αψηφήσει.
–Τι λέτε λοιπόν; φωνάζει ο Λόγος, το κάνουμε;
–Ναι! απάντησαν όλοι.
Ξεκίνησαν με όνειρα, ότι θα κάνουν το χωριό καλύτερο, πιο δίκαιο! Και ορκίστηκαν!
Και πέρασαν χρόοοονοι πολλοί! Πήραν αξιώματα και μεγάλες θέσεις! Φούσκωσε το χρήμα τις τσέπες και τα μυαλά τους και ξέχασαν στόχους και όρκους. Ερχόταν κι έφευγαν οι ομάδες. Άλλαζαν μόνο τα ονόματα. Όλοι τους ξεχνούσαν το χωριό. Οι χωριανοί βαριανάσαιναν. Οι δυσκολίες μέγγενες, τους έκαναν να ασφυκτιούν! Ώσπου έφτασε μια μέρα, που βρέθηκαν σε μια βάρκα, την Ασυνειδησία. Έπλεαν σε θάλασσες ψευτιάς και υποκρισίας και δεν έβλεπαν Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες που τους απειλούσαν. Το χρήμα, σαν Κίρκη τους είχε μεθύσει.
–Και τι έγινε η Ασυνειδησία, παππού; ρωτάει η εγγονή όλο αγωνία!
–Από τις πολλές αδικίες βρέθηκε στη δίνη μια ρουφήχτρας! Κανένας δεν αναλάμβανε την ευθύνη. Έριχναν το φταίξιμο, ακόμα και την ύστατη στιγμή, ο ένας στον άλλον κι έτσι η δίνη κατάπιε τη βάρκα και όλο το χωριό που δεν έφταιγε!
–Και δε γλύτωσε κανένας, παππού;
–Μόνο η Αξιοπρέπεια, ο Αγώνας και η Αντίσταση επέζησαν, γιατί από μικροί είχαν μάθει να παλεύουν. Βγήκαν σε μια στεριά. Μα ο Αγώνας και η Αντίσταση λιποθύμησαν από την κούραση τόσων χρόνων! Κι έμεινε μονάχη η Αξιοπρέπεια στο ακροθαλάσσι της ζωής!
–Και τι έγινε μετά παππού;
–Εκεί που καθόταν ολομόναχη, ένιωσε μέσα της κάτι να κινείται. Μειδίασε ευτυχισμένη! Χάιδεψε την κοιλιά της. Αργότερα γεννήθηκες εσύ, μικρούλα μου! Ήταν η μάνα σου! Της μοιάζεις, ψυχή μου!
https://sxeseis-kai-sunaisthimata.com
Πηγή: Ηρώ Παλαιολόγου, συγγραφέας