Σε προκαλώ να βγεις στο δρόμο. Να εστιάσεις στα βλέμματα ανθρώπων που περπατάνε μαζί. Τις περισσότερες φορές μηχανικά, αυτοματοποιημένα. Ανυπόμονοι να φτάσουν στον προορισμό τους, δε δίνουν την παραμικρή σημασία ο ένας στον άλλον ασχέτως αν περπατάνε σε απόσταση αναπνοής.

Αμφιβάλλω αν το θυμούνται, κιόλας. Εναλλάσσουν βήματα παθητικά, καρφωμένοι σε μια οθόνη ο καθένας τους. Με την απουσία οποιασδήποτε εκφραστικότητας στο πρόσωπό τους, να προδίδει μια αμοιβαία αδιαφορία, που σε κάνει να αμφιβάλλεις ακόμη κι αν γνωρίζονται.

Παρατήρησε, τώρα, αυτά τα άλλα. Θα τα συναντήσεις σε αεροδρόμια, σε τρένα και σε στάσεις λεωφορείων. Θα τα αναγνωρίσεις, δεν μπορεί. Φωνάζουν από μακριά «Δεν άντεχα ούτε ένα λεπτό ακόμα» και «Μη μου φύγεις πάλι», χωρίς να αρθρώνουν λέξη αυτοί που τα ανταλλάζουν. Μέσα στη βαβούρα του κόσμου, όχι μόνο νιώθεις να υψώνεται η φωνή της ενδόμυχης ανάγκης τους για επαφή, αλλά πιάνεις και τον εαυτό σου να την παρακολουθεί με δέος, να καταλύει επιβλητικά οτιδήποτε την παρενοχλεί.

Αφαιρείσαι για λίγο. Διακρίνεις στη στάση του σώματος και στις κινήσεις τους κάποια ανυπακοή στην αντίληψη που διαμορφώνει ο εγκέφαλός τους για το περιβάλλον τους. Συνειδητοποιείς πως για τους ίδιους, δε βρίσκονται κάπου αλλού, εκτός από ο ένας απέναντι στον άλλον. Κι αυτό τους αρκεί. Και τους τρομάζει, ταυτόχρονα. Το νιώθεις απ’ την ένταση που κοιτιούνται, λες και δε θα μπορέσουν να ξαναδούν ποτέ.

Και κάπου εκεί ανάμεσα, εσύ. Να αναρωτιέσαι. Γιατί κάποιοι να είναι τόσο αχάριστοι, που να μην μπορούν να εκτιμήσουν το «μαζί»; Γιατί να χαραμίζουν με τέτοιο τρόπο τις άπλετες ώρες που μπορούν να έχουν στη διάθεσή τους; Έτσι, προκλητικά κι απροκάλυπτα. Μπροστά στα μάτια των άλλων, που ξεροσταλιάζουν για μία στιγμή ακόμα. Για ένα φιλί ακόμα. Για μία αγκαλιά ακόμα. Αυτών που, ίσως, τα δικαιούνταν λίγο περισσότερο.

Αυτών που βρέθηκαν να τους χωρίζουν χιλιόμετρα, θάλασσες κι υποχρεώσεις. Αυτών που έχουν μόνο μια τηλεφωνική γραμμή, για να ξεστομίσουν όλα όσα θα έπρεπε να λέγονται στο αφτί και μάλιστα, χαμηλόφωνα.

Σκέψου, σε έναν κόσμο που πασχίζει να διδάξει ότι ο έρωτας αξιολογείται με πράξεις, εκείνοι να έχουν μόνο τη γλώσσα τους. Μόνο τα λόγια τους, για να φανερώσουν το πόσο σημαντικός είναι ο ένας για τον άλλον και πόσα πράγματα θα μπορούσαν να κάνουν αν τα σώματά τους βρίσκονταν για λίγο εκεί που ταξιδεύουν καθημερινά οι ψυχές τους. Κι όταν επιτέλους το κάνουν, να αγωνίζονται, για να χωρέσουν σε λίγες μέρες όλα όσα θα αποτελούσαν καθημερινότητα μηνών.

Όλα όσα θα έχουν, για να τους κρατούν μέχρι το επόμενο «μαζί». Έχοντας, πάντα, στο πίσω μέρος του μυαλού τους πως όταν η κλεψύδρα αδειάσει, θα κληθούν να ξαναβιώσουν την απώλεια. Ή και κάτι χειρότερο από απώλεια.

Γιατί ξέρουν ότι θα είναι κι οι δυο κάπου εκεί έξω και, ενώ θα μπορούσαν να είναι μαζί, δε θα είναι. Ξέρουν ότι θα φαντάζονται πως κάποιος άγνωστος έχει την τύχη να βλέπει το χαμόγελο που θα ήθελαν αυτοί ή ότι το σκυθρωπό πρόσωπο του συντρόφου τους δε θα ενδιαφέρει κανέναν, ενώ οι ίδιοι θα έκαναν τα πάντα, προκειμένου να του αλλάξουν τον κόσμο.

Ξέρουν ότι ένας καφές, μια βόλτα στην παραλία με ένα παγωτό στο χέρι, μια βραδιά μπροστά απ’ την τηλεόραση μέχρι να τους πάρει ο ύπνος, ένα «πέρασα για λίγο να σε δω» ή ένα «μη φας, θα σε βγάλω έξω απόψε» θα αποτελούν όνειρα θερινής νυκτός γι’ αυτούς. Πράγματα τόσο απλά και καθημερινά, που οι πολλοί τα σνομπάρουν και τα αγνοούν. Χωρίς να σκέφτονται πόσο δυσεύρετα μπορούν να γίνουν για τους λίγους.

Μα, για αυτόν ακριβώς το λόγο είναι και λίγοι. Δε θα θυσίαζαν πολλοί τόσα πράγματα, για να παίρνουν πίσω όσα τους επιτρέπει η απόσταση. Δε θα είχαν πολλοί το θάρρος, να διεκδικήσουν αυτό, για το οποίο άλλοι συμβιβάζονται και καταλήγουν να ζουν φυλακισμένοι στην ασφάλεια που τους προσφέρει ένα κορμί δίπλα τους το βράδυ. Χωρίς να σημαίνει, όμως, ότι οι σχέσεις που δε χρειάζεται να δοκιμαστούν στην απόσταση δεν μπορούν να είναι εξίσου σημαντικές και να κρατήσουν στο χρόνο.

Μαζί ή χωριστά, κοιτάξτε να το ζήσετε στον απόλυτο βαθμό και να γράψετε μόνοι σας τη δική σας ιστορία. Κρατώντας σφιχτά το μαρκαδόρο των στιγμών σας. Μην τις αφήσετε να φύγουν απ’ τα χέρια σας. Δεν είναι δεδομένες, όπως ούτε κι οι άνθρωποι που τις κάνουν μοναδικές.

Πηγή: Ελένη Σιήμη